Ανεξέλεγκτη μείωση μισθών: ένας επικίνδυνος δρόμος

Άρθρο της Λούκας Τ. Κατσέλη στην εφημερίδα “Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία”

Κυριακή, 9 Οκτωβρίου 2011

Κάτω από την πίεση της Τρόικας, ο θεσμός των συλλογικών συμβάσεων εργασίας που αποτελεί θεμελιώδη πυλώνα του εργατικού δικαίου στην Ευρώπη και σε όλο τον κόσμο, στήνεται στο απόσπασμα. Με τις νέες ρυθμίσεις που προωθούνται αποδυναμώνονται οι ελεύθερες συλλογικές διαπραγματεύσεις και συμβάσεις που αποτελούν βασικό πυλώνα της λειτουργίας της  δημοκρατίας και του ευρωπαϊκού πολιτισμού, μειώνονται ανεξέλεγκτα οι μισθοί στον ιδιωτικό τομέα και εντείνεται η ύφεση, χωρίς θετικά αποτελέσματα στην ανταγωνιστικότητα της οικονομίας.

Ειδικότερα, με το άρθρο 37 του πολυνομοσχεδίου που κατατέθηκε την προηγούμενη Πέμπτη στη Βουλή, καταργείται η αρχή της ευνοϊκότερης ρύθμισης για τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας, θεσπίζεται η υπερίσχυση της επιχειρησιακής σύμβασης έναντι της κλαδικής ή της ομοιοεπαγγελματικής σε περίπτωση συρροής, προβλέπεται η δυνατότητα  σύναψης επιχειρησιακών συλλογικών συμβάσεων  εργασίας από ενώσεις προσώπων αντί σωματείων και αναστέλλεται για μία διετία η δυνατότητα επέκτασης των κλαδικών συμβάσεων.

Με απλά λόγια, με την πλήρη αποδυνάμωση των κλαδικών συλλογικών συμβάσεων και των σωματείων εργαζομένων, οι όροι και οι αμοιβές εργασίας θα ρυθμίζονται πλέον σχεδόν μονοσήμαντα από τους εργοδότες. Τα επίπεδα αμοιβών θα έχουν ως κατώφλι ασφαλείας τις αμοιβές της εκάστοτε Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας για την οποία όμως ασκούνται πιέσεις ώστε να τροποποιηθεί με περαιτέρω απομειώσεις αμοιβών. Οι νέες ρυθμίσεις δρομολογούν, ουσιαστικά, τη διάλυση κάθε είδους κλαδικών οργανώσεων εργοδοτών και εργαζομένων, καθώς δεν θα υπάρχει πλέον αντικείμενο ελεύθερης διαπραγμάτευσης για τη σύναψη κλαδικών συμβάσεων.

Η αρχή της ευνοϊκότερης ρύθμισης μέχρι σήμερα δημιουργεί πυραμίδα ρυθμίσεων σε κλαδικό επίπεδο ώστε, με τη διασφάλιση του υγιούς ανταγωνισμού ως προς το ελάχιστο κόστος εργασίας στον κλάδο, οι επιχειρήσεις να διαμορφώνουν καλλίτερους όρους αμοιβής για τους εργαζόμενους ανάλογα με τις δυνατότητές τους. Γι αυτό άλλωστε, οι αμοιβές των επιχειρησιακών συλλογικών συμβάσεων είναι υψηλότερες από αυτές των κλαδικών οι οποίες με τη σειρά τους είναι καλλίτερες από αυτές της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας.

Η αρχή της ευνοϊκότερης ρύθμισης ισχύει από τη δεκαετία του 1950 σε πολλές Ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Γαλλία και η Γερμανία, με τροποποιήσεις στη διάρκεια των χρόνων, οι οποίες έχουν προσδώσει μεγαλύτερη ευελιξία στα αποτελέσματα των συλλογικών διαπραγματεύσεων στο επίπεδο της επιχείρησης. Με βάση τα ελληνικά δεδομένα, η  κατάργηση της αρχής αυτής θα σημάνει μειώσεις μισθών  μέχρι τα ελάχιστα επίπεδα της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας, δηλαδή μειώσεις που θα ξεπερνούν το 30%.

Για να αποφευχθούν αυτές οι εξελίξεις, και μετά από σκληρές διαπραγματεύσεις πριν  μόλις 9 μήνες, καθιερώθηκε η Ειδική Επιχειρησιακή Συλλογική Σύμβαση Εργασίας, με την οποία οι επιχειρήσεις μπορούσαν να συνάψουν επιχειρησιακή συλλογική σύμβαση εργασίας και να αποκλίνουν από τις αντίστοιχες κλαδικές συμβάσεις μετά από συμφωνία με τους εργαζόμενους. Ο θεσμός αυτός παρείχε ευελιξία, προάσπιζε όμως τις συλλογικές διαπραγματεύσεις και  απέτρεπε την ανεξέλεγκτη μείωση των μισθών.

Η ανεξέλεγκτη μείωση των μισθών του ιδιωτικού τομέα και η αποδυνάμωση   των συλλογικών συμβάσεων δεν αποτελεί απάντηση στο πρόβλημα της ανταγωνιστικότητας της Ελληνικής οικονομίας και δεν πρόκειται να μειώσει την ανεργία. Ακόμα και σήμερα, εξάλλου, δεν υπάρχουν ισχυρές εμπειρικές ενδείξεις στη διεθνή βιβλιογραφία ότι η μείωση του μοναδιαίου κόστους εργασίας αποκαθιστά την ανταγωνιστικότητα. Αντίθετα, οι νέες ρυθμίσεις θα μειώσουν δραματικά τους ήδη μειωμένους οικογενειακούς προϋπολογισμούς και θα βαθύνουν ακόμα περισσότερο την ύφεση.

Το έλλειμμα ανταγωνιστικότητας στη χώρα μας οφείλεται τόσο στην έλλειψη επενδύσεων όσο και στο υψηλό μη μισθολογικό κόστος  εργασίας με το οποίο επιβαρύνονται οι επιχειρήσει. Κόστος δηλαδή που έχει να κάνει με το αυξημένο φορολογικό βάρος, τις υψηλές ασφαλιστικές εισφορές που καταβάλουν εργοδότες και εργαζόμενοι, αλλά και με την τεράστια γραφειοκρατία που βάζει φρένο στο «επιχειρείν». Είναι χαρακτηριστικό ότι η χώρα μας βρίσκεται στη δεκάδα των πιο ακριβών χωρών του ΟΟΣΑ με βάση το μη μισθολογικό κόστος, με ποσοστό που φτάνει το 41,5% του συνολικού κόστους εργασίας. Επίσης, το συνολικό κόστος εργασίας στην Ελλάδα – που περιλαμβάνει τόσο το μισθολογικό όσο και το μη μισθολογικό κόστος – είναι σχεδόν διπλάσιο του καθαρού μισθού που εισπράττουν οι εργαζόμενοι.

Οι ρυθμίσεις αυτές όχι μόνο δεν θα ωφελήσουν τελικά την Ελληνική οικονομία, αλλά θα υπονομεύουν θεμελιώδεις δημοκρατικούς θεσμούς και θα αποδυναμώσουν ακόμα περισσότερο τους κοινωνικούς εταίρους σε μια περίοδο όπου η συνεργασία όλων για την επίτευξη μιας ελάχιστης κοινωνικής συναίνεσης είναι πιο απαραίτητη από ποτέ.

 

Μπορείτε να δείτε το απόκομμα της εφημερίδας επιλέγοντας το ακόλουθο αρχείο.

elpia-article

About Author

Connect with Me:

Leave a Reply

  • Theme Settings