«Αποτελεσματικότητα Οικονομικής Πολιτικής : Διδάγματα από την Ελληνική Κρίση» Ομιλία κατά την τελετή αναγόρευσης σε Επίτιμη Διδάκτορα της Σχολής Οργάνωσης & Διοίκησης Επιχειρήσεων του Πανεπιστημίου Πατρών Πάτρα, 11.06.2016
Επίτιμη διδάκτορας της σχολής Οργάνωσης και Διοίκησης Επιχειρήσεων του Πανεπιστημίου Πατρών αναγορεύθηκε σήμερα το μεσημέρι, η καθηγήτρια Οικονομικών Επιστημών, πρόεδρος της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών και της Εθνικής Τράπεζας, Λούκα Κατσέλη, σε ειδική εκδήλωση που έγινε στην αίθουσα τελετών.
H Ομιλία της κ. Κατσέλη, κατά την τελετή αναγόρευσης σε Επίτιμη Διδάκτορα της Σχολής Οργάνωσης & Διοίκησης Επιχειρήσεων του Πανεπιστημίου Πατρών
Σεβασμιότατε,
Αξιότιμη Κυρία Υπουργέ,
Αξιότιμη κα Πρύτανης,
Αξιότιμε Κύριε Κοσμήτορα της Σχολής Οργάνωσης & Διοίκησης Επιχειρήσεων,
Αξιότιμε Κύριε Πρόεδρε του Τμήματος Οικονομικών Επιστημών, ,
Αξιότιμα Μέλη της Πανεπιστημιακής Κοινότητας,
Αγαπητοί Συνάδελφοι,
Κυρίες και Κύριοι,
Είναι με ιδιαίτερη συγκίνηση που αποδέχομαι την τιμητική αυτή διάκριση του Πανεπιστημίου Πατρών και της Σχολής Οργάνωσης και Διοίκησης Επιχειρήσεων μετά από πρόταση του Τμήματος Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου. Ενός Πανεπιστημίου που έχει διακριθεί για τη συμβολή του όχι μόνο στην βασική έρευνα και τη διδασκαλία αλλά και στη διασύνδεση της έρευνας με την παραγωγή και την επιχειρηματικότητα μέσω καινοτόμων εφαρμογών στην ιατρική, την πληροφορική καθώς και σε ένα ευρύ φάσμα των φυσικών, κοινωνικών και ανθρωπιστικών επιστημών.
Προβληματίστηκα για το τι θα έπρεπε να είναι το περιεχόμενο και το κεντρικό μήνυμα της σημερινής μου ομιλίας. Κατέληξα στο σημερινό τίτλο ως ελάχιστη κατάθεση ιδεών και συμπερασμάτων που πηγάζουν από πολύτιμες επαγγελματικές εμπειρίες που απέκτησα στο Πανεπιστήμιο, σε ανώτερες θέσεις διοίκησης διεθνών και Ελληνικών οργανισμών, στην πολιτική , σε κυβερνητικές θέσεις αλλά και στη διοίκηση ιδιωτικών επιχειρήσεων και πρόσφατα της Εθνικής Τράπεζας. Αλλά και για ένα πιο προσωπικό λόγο: θα ήθελα να μου επιτραπεί να αφιερώσω αυτή την ομιλία σ’ έναν άνθρωπο που έφυγε από κοντά μας πριν λίγο καιρό , στο σύζυγό μου Γεράσιμο Αρσένη , που υπηρέτησε απ’ όλες τις θέσεις που κατείχε στο εξωτερικό και στην Ελλάδα το δημόσιο συμφέρον, προωθώντας τολμηρές μεταρρυθμίσεις.
“Αποτελεσματικότητα” πολιτικής :
Τι ακριβώς σημαίνει ;
Πώς απoτιμάται;
Για όλους ή για λίγους;
Είναι δυνατόν να τη διασφαλίσουμε;
Η αναζήτηση απαντήσεων σ’ αυτά τα ερωτήματα αποτελεί μεγάλη πρόκληση όχι μόνο για ερευνητές και πανεπιστημιακούς που ασχολούνται με τον ρόλο και την λειτουργία των θεσμών αλλά και για όσους συμμετέχουν στα κοινά , στο στίβο της πολιτικής , στη διοίκηση οργανισμών και επιχειρήσεων .
Τι εννοούμε λοιπόν με τον όρο «αποτελεσματικότητα»;
Προέρχεται από το ρήμα «από-τελέω» και σημαίνει «ολοκληρώνω» ή «εκπληρώνω».
Πότε όμως εκπληρώνεται ο στόχος μιας πολιτικής ή μεταρρυθμιστικής παρέμβασης; Θα πρέπει να ξεκινήσουμε από τον ίδιο το «στόχο». Ποιος είναι;
Όπως πολύ εύστοχα έχει επισημανθεί , «η εννοιολόγηση μιας μεταρρύθμισης ή πολιτικής ξεκινά από τον ορισμό του προβλήματος που επιχειρεί να λύσει» (Κατσιμάρδος, 2014) .
Η εννοιολογική ασάφεια του ίδιου του όρου «μεταρρύθμιση» που χρησιμοποιείται κατά κόρον στο δημόσιο διάλογο προκύπτει σε μεγάλο βαθμό είτε από ασυμφωνία στη διάγνωση του προβλήματος που επιχειρεί να λύσει μια μεταρρυθμιστική παρέμβαση ή/και σε διαφορές στην στοχοθέτηση των μεταρρυθμιστικών παρεμβάσεων. Για πολλούς και κυρίαρχα για τους δανειστές μας, το πρόβλημα ήταν και παραμένει η αδυναμία της χώρας να αποπληρώσει τις οφειλές της προς τρίτους. Πρωταρχικός επομένως στόχος της οικονομικής πολιτικής και των διαρθρωτικών μέτρων που προωθήθηκαν τα τελευταία χρόνια ήταν η δημοσιονομική προσαρμογή, η εσωτερική υποτίμηση και η προώθηση πολιτικών λιτότητας ώστε να παραχθεί πλεόνασμα για την αποπληρωμή των οφειλών.
Μια τέτοια στενά οικονομική / δημοσιονομική στοχοθέτηση θεωρεί «πετυχημένη» ή αποτελεσματική μια μεταρρύθμιση όταν αυτή έχει όσο πιο γρήγορα γίνεται θετικό, δημοσιονομικό αποτέλεσμα, ανεξάρτητα από τις επιπτώσεις που αυτή μπορεί να έχει στο κόστος και στην ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών, στην οικονομική δραστηριότητα, στην παραγωγικότητα , στο ποσοστό φτώχειας ή στην ανεργία , δηλαδή στο τελικό οικονομικό , κοινωνικό και πολιτικό αποτέλεσμα.
Η ίδια δημοσιονομική λογική διέπει και πολλές από τις θεσμικές ή διοικητικές μεταρρυθμίσεις.
Όταν οι διαμορφωτές πολιτικής αναγορεύουν το ύψος των δημοσίων δαπανών ή το μέγεθος και την αναποτελεσματικότητα του δημόσιου τομέα ως τα κεντρικά προβλήματα προς άμεση επίλυση, τότε ως «μεταρρύθμιση» νοείται η συρρίκνωση υπηρεσιών, εισροών, μονάδων, δομών, και προσωπικού ανεξάρτητα από το τελικό κόστος, την παραγωγικότητα και την ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών.
Η αποτίμηση της αποτελεσματικότητας της μεταρρυθμιστικής παρέμβασης είναι εντελώς διαφορετική όταν ο διαμορφωτής πολιτικής ή ο αναλυτής εστιάζει το ενδιαφέρον του στο λειτουργικό αποτέλεσμα που παράγει μία μεταρρύθμιση. Σύμφωνα με την λειτουργική προσέγγιση, μια φορολογική μεταρρύθμιση π.χ., θα ήταν πετυχημένη και αποτελεσματική αν διεύρυνε την φορολογική βάση, βελτίωνε την εισπραξιμότητα των φόρων, επιμέριζε τα βάρη δίκαια και είχε μακροπρόθεσμα θετικές επιπτώσεις στις επενδύσεις, την οικονομική δραστηριότητα , την απασχόληση.
Αν επρόκειτο για μια διοικητική μεταρρύθμιση , αποτελεσματική θα ήταν μια μεταρρύθμιση που θα οδηγούσε σε βελτίωση και αναβάθμιση των παρεχόμενων υπηρεσιών, σε εξάλειψη της γραφειοκρατίας, σε μείωση του χρόνου εξυπηρέτησης πελατών , σε μείωση της διαφθοράς κλπ. Κάτω από αυτή την εννοιολογική προσέγγιση, ζητούμενο επομένως είναι το πώς δομές και λειτουργίες της δημόσιας διοίκησης μπορούν να γίνουν αποτελεσματικότερες. Στο πλαίσιο αυτό, κάποιες ίσως να πρέπει να καταργηθούν. Στόχος όμως της πολιτικής δεν είναι η κατάργησή τους αλλά η βελτίωση των παρεχόμενων υπηρεσιών. Με την ίδια λογική στον τομέα της διαχείρισης ανθρώπινου δυναμικού στον δημόσιο τομέα, στόχος πολιτικής στο πλαίσιο της λειτουργικής προσέγγισης είναι η βελτίωση της αντιστοίχισης αναγκών και δεξιοτήτων μέσω προγραμμάτων εκπαίδευσης, κατάρτισης και κινητικότητας του προσωπικού ή/και αναβάθμισης υποδομών, αντί οριζόντιων απολύσεων, που αποτελεί στόχο για όσους ασπάζονται μια αυστηρά δημοσιονομική προσέγγιση.
Η αποτίμηση επομένως της αποτελεσματικότητας μιας μεταρρυθμιστικής παρέμβασης εξαρτάται καθοριστικά από την εννοιολογική προσέγγιση που υιοθετείται , την στοχοθέτηση και την επιλογή αντίστοιχων μέτρων – αυτό που Αγγλικά ονομάζεται agenda setting . Έτσι, λόγω της συντριπτικής επικράτησης της δημοσιονομικής προσέγγισης στο πλαίσιο εφαρμογής των Μνημονίων κατά τα τελευταία έξι χρόνια, πολλές μεταρρυθμιστικές παρεμβάσεις κρίθηκαν επιτυχείς παρά τα αρνητικά αποτελέσματα που επέφεραν .
Μια δεύτερη πηγή εννοιολογικής ασάφειας που επηρεάζει την αποτίμηση της αποτελεσματικότητας μιας πολιτικής ή μεταρρύθμισης, αφορά στην επιλογή «σταδίου αναφοράς» στην διαχρονική εξέλιξη μιας συγκεκριμένης παρέμβασης.
Πότε πρέπει να αποτιμηθεί η αποτελεσματικότητα μιας δράσης, μιας πολιτικής ή μιας μεταρρυθμιστικής παρέμβασης ; Πότε εκπληρώνεται ο στόχος ενός μέτρου πολιτικής ; Όταν το μέτρο πολιτικής λαμβάνεται, ψηφίζεται από τη Βουλή και παράγονται οι εξουσιοδοτικές κανονιστικές ή Υπουργικές αποφάσεις ; Όταν ολοκληρώνεται η υλοποίηση της παρέμβασης ; Όταν απορροφώνται τα κονδύλια που έχουν διατεθεί για την υλοποίησή της; Όταν παράγονται αποτελέσματα που επηρεάζουν τους αποδέκτες του συγκεκριμένου μέτρου ή της πολιτικής ; Η μήπως όταν το μέτρο πολιτικής αποκτά διαχρονική ισχύ συμβάλλοντας, πότε ως κίνητρο και πότε ως διοικητικός περιορισμός, στην αλλαγή συμπεριφοράς των αντίστοιχων υποκειμένων και στην παραγωγή μόνιμων αποτελεσμάτων;
Η έννοια του όρου «αποτελεσματικότητα» αποκτά , επομένως, εντελώς διαφορετικό περιεχόμενο ανάλογα με το αν αναφέρεται στην πρώτη φάση λήψης και θεσμοθέτησης μέτρων πολιτικής , στην δεύτερη φάση υλοποίησης των μέτρων ή στην τρίτη φάση παρακολούθησης και αξιολόγησης των επιπτώσεων από την άσκηση πολιτικής.
Ο δημόσιος διάλογος συνήθως περιορίζεται στην έκβαση της πρώτης φάσης , στο αν δηλαδή η Κυβέρνηση υιοθέτησε και η Βουλή ψήφισε μια δέσμη μέτρων. Σπάνια συζητάμε για την αποτελεσματικότητα υλοποίησης των μέτρων, καθώς δεν υφίσταται σύστημα παρακολούθησης της διαδικασίας υλοποίησης πολιτικών που να παρέχει αξιόπιστη πληροφόρηση. Σύμφωνα με μια πρόσφατη έρευνα (Αλεξόπουλος, 2015) «η διαχρονική μελέτη από το 1974 ως σήμερα επιμέρους μεταρρυθμιστικών νόμων δείχνει ότι εκδίδεται κατά μέσο όρο μόνο το 45% των προβλεπόμενων εξουσιοδοτικών διατάξεων, απαραίτητων για να λειτουργήσουν οι πρόνοιες της πρωτογενούς νομοθέτησης».
Ακόμα πιο περιορισμένη παραμένει η ανάλυση και αξιολόγηση των διαχρονικών επιπτώσεων μέτρων πολιτικής σε επιμέρους κοινωνικές ομάδες σε σχέση με την εκφρασμένη θέληση του νομοθέτη, τις διατάξεις που υιοθετήθηκαν , αυτών που υλοποιήθηκαν ή και τυχόν κλυδωνισμών που μεσολάβησαν στο μεσοδιάστημα.
Αυτός είναι και ένας δεύτερος λόγος για τον οποίον επικρατεί σύγχυση και διχογνωμία σχετικά με την αποτελεσματικότητα της οικονομικής πολιτικής και των μεταρρυθμιστικών παρεμβάσεων που επιχειρήθηκαν τα τελευταία χρόνια.
Aς δώσουμε ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα από την πληθώρα των διαρθρωτικών μέτρων που έχουν ληφθεί.
Πόσο αποτελεσματική υπήρξε αλήθεια η πολιτική απελευθέρωσης των κλειστών επαγγελμάτων που υιοθετήθηκε από τη Βουλή το 2011 με τον Ν.3919/11; Αν κριτήριο αποτελεί η αποφασιστικότητα στη λήψη και ψήφιση του μέτρου , τότε η νομοθετική πρόβλεψη να ανοίξουν 180 κλειστά επαγγέλματα υπό την αίρεση έκδοσης Προεδρικού Διατάγματος , εντός περιορισμένου χρονικού ορίου, που θα προσδιόριζε συγκεκριμένους περιορισμούς για λόγους δημοσίου συμφέροντος, υπήρξε άκρως αποτελεσματική. Η πολιτική στόχευση ήταν ξεκάθαρη, η νομοθετική προετοιμασία υπήρξε άψογη , η ψήφιση στη Βουλή ταχύτατη. Ποιος όμως έχει εικόνα για την πορεία υλοποίησης του νόμου και για το τι ισχύει σήμερα αναφορικά με κάθε επάγγελμα; Πώς έχουν διαμορφωθεί άραγε οι συνθήκες ανταγωνισμού σε κάθε κλάδο ; Ποιες οι επιπτώσεις από την υλοποίηση, έστω και μερική του σχετικού νόμου; Αναπάντητα ερωτήματα που καθιστούν απαγορευτική την αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας του συγκεκριμένου μέτρου με κριτήριο είτε τον βαθμό υλοποίησης της πολιτικής είτε την αποτίμηση των επιπτώσεων που αυτό επέφερε σε επιμέρους επαγγελματικές ομάδες.
Το πρώτο συμπέρασμα επομένως στο οποίο καταλήγουμε είναι ότι η αποτίμηση της αποτελεσματικότητας των πολιτικών ή/και μεταρρυθμίσεων που έχουν προωθηθεί τα τελευταία χρόνια συναρτάται με την επιλογή στόχων και μέτρων που επιλέγονται και που αντιστοιχούν σε διαφορετικές προσεγγίσεις ( πχ δημοσιονομική ή λειτουργική προσέγγιση) όσο και ως προς την επιλογή του σταδίου αναφοράς για την αποτίμηση της αποτελεσματικότητας μιας μεταρρύθμισης – δηλαδή το στάδιο επιλογής μέτρων και ρύθμισης, το στάδιο υλοποίησης ή το στάδιο παραγωγής αποτελεσμάτων. Μια αποτίμηση, για να είναι ολοκληρωμένη και αξιόπιστη θα πρέπει επομένως να εξετάσει και να διευρύνει, αν χρειάζεται τη στοχοθέτηση καθώς και να προσδιορίζει με σαφήνεια το στάδιο αναφοράς.
Ένα δεύτερο συμπέρασμα, που προκύπτει από το πρώτο, είναι ότι κρίσιμος παράγοντας για την διενέργεια μιας ολοκληρωμένης και αξιόπιστης αποτίμησης είναι η διασύνδεση στόχων με κατάλληλους δείκτες μέτρησης (performance indicators) . Δεν αρκεί να τίθενται με άλλα λόγια οι στόχοι μίας πολιτικής ή μίας μεταρρύθμισης. Απαιτείται σαφής παρακολούθηση και διαχρονική αποτίμηση του σχεδιασμού, της υλοποίησης και των επιπτώσεων μιας πολιτική με την χρήση αξιόπιστων δεικτών απόδοσης. Οι δείκτες αυτοί, πολλοί εκ των οποίων έχουν αναπτυχθεί από διεθνείς οργανισμούς, μπορεί να είναι ποσοτικοί, ποιοτικοί, προγνωστικοί, δείκτες εισροών-εκροών, δείκτες ελέγχου, χρηματοοικονομικοί δείκτες κ.α.
Αν δεν υπάρχουν δείκτες απόδοσης , τότε δεν μπορούν να αξιολογηθούν οι στόχοι και τα μέτρα που έχουν επιλεγεί. Εάν δεν είναι όμως προσεκτικά σχεδιασμένοι οι δείκτες , τότε η πληροφόρηση που παρέχεται εύκολα γίνεται παραπλανητική ενώ ακυρώνεται η δυνατότητα έγκαιρης παρέμβασης μέσω διορθωτικών ενεργειών.
Στην χώρα μας, η υιοθέτηση συστημάτων παρακολούθησης και αξιολόγησης αποτελεσμάτων και επιδόσεων βάσει αξιόπιστων δεικτών απόδοσης έχει αποτελέσει πεδίο έντονων αντιπαραθέσεων τόσο στον δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα. Σπανίως μετριώνται και αποτιμώνται τα αποτελέσματα μέτρων πολιτικής τόσο σε επίπεδο εισροών ή κόστους όσο και σε επίπεδο εκροών ή οφέλους. Όταν αυτό γίνεται , τα αποτελέσματα είναι άκρως ενδιαφέροντα και ανατρεπτικά παγιωμένων αντιλήψεων και ιδεοληψιών.
Η αποτίμηση της λεγόμενης διοικητικής μεταρρύθμισης αποτελεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Κεντρικός στόχος της μεταρρύθμισης , στο πλαίσιο της δημοσιονομικής προσέγγισης, ήταν η μείωση της δημόσιας δαπάνης μέσω περιορισμού του κόστους και των υπαρχουσών δομών των δημοσίων υπηρεσιών σε τρία πεδία διοίκησης: τη φορολογική διοίκηση, τη δικαιοσύνη και την κοινωνική ασφάλιση.
Σε επίπεδο εισροών, η παρέμβαση αυτή ήταν άκρως επιτυχημένη και εντός χρονοδιαγραμμάτων. Μέσα σε ένα χρόνο, το 2012, ο αριθμός των Δ.Ο.Υ. μειώθηκε κατά 167. Λόγω των συγχωνεύσεων επιτεύχθηκε ετήσια εξοικονόμηση περίπου 9,5 εκατ. ευρώ. Η λειτουργική όμως ικανότητα των φορολογικών υπηρεσιών χειροτέρευσε σημαντικά. Η υστέρηση στον αριθμό των ελέγχων υπερέβη το 40% . Το ποσοστό είσπραξης από τους τακτικούς ελέγχους μειώθηκε από 75% στο 55%. Το ίδιο και το ποσοστό είσπραξης ληξιπρόθεσμων οφειλών . Η εισπραξιμότητα των φόρων χειροτέρευσε και παραμένει και σήμερα ένα από τα ζητούμενα της φορολογικής διοίκησης. ( http://www.publicrevenue.gr/kpi/public/report/2013/18/0000/)
To ίδιο και στο χώρο της δικαιοσύνης. Αν και η εξοικονόμηση πόρων από τις συγχωνεύσεις των ειρηνοδικείων ανήλθε σε ετήσια βάση σε 1 εκατ. Ευρώ, υπήρξε σημαντική υποβάθμιση των υπηρεσιών δικαιοσύνης, καθώς τόσο ο χρόνος εκδίκασης των υποθέσεων όσο και ο αριθμός των εκκρεμών υποθέσεων αυξήθηκαν ραγδαία ενώ αυξήθηκε σημαντικά, λόγω της αύξησης του κόστους των παραβόλων, το κόστος για τον πολίτη και την επιχείρηση.
Οι αρνητικές αυτές επιπτώσεις καταγράφονται σε διάφορους δείκτες επίδοσης που καταρτίζει π.χ. η Παγκόσμια Τράπεζα ή άλλοι διεθνείς οργανισμοί, και αποτυπώνουν μία πραγματικότητα: πολιτικές που έχουν μονομερή χαρακτήρα και επικεντρώνονται αποκλειστικά στο στενό δημοσιονομικό αποτέλεσμα χωρίς να μετρούν και να αξιολογούν, μέσω κατάλληλων δεικτών απόδοσης , τα λειτουργικά αποτελέσματα στους αποδέκτες της πολιτικής τελικώς αποδεικνύονται αναποτελεσματικές και μη βιώσιμες.
Tί όμως προσδιορίζει ποια εννοιολογική προσέγγιση επιλέγεται και ποιοι δείκτες χρησιμοποιούνται για την αποτίμηση της αποτελεσματικότητας μιας μεταρρυθμιστικής παρέμβασης;
Γιατί αρκετοί διαμορφωτές πολιτικής αλλά και διοικητικά στελέχη επιχειρήσεων και οργανισμών επιλέγουν την διαχειριστική ή στενά δημοσιονομική προσέγγιση στην άσκηση πολιτικής ενώ άλλοι, την λειτουργική; Γιατί είναι τελικά πολλοί λίγοι αυτοί που αποτιμούν το τελικό αποτέλεσμα και τις επιπτώσεις των ενεργειών τους στους εντολείς τους είτε αυτοί είναι το εκλογικό σώμα, είτε δημότες είτε φοιτητές είτε μέτοχοι μιας επιχείρησης;
Πριν μερικά χρόνια, η απάντηση που θα έδινα στην πιο πάνω ερώτηση, τουλάχιστον όσον αφορά την ενασχόληση με την δημόσια πολιτική, θα επικεντρωνόταν στους τυπικούς και άτυπους κανόνες που συγκροτούν το θεσμικό περιβάλλον στο οποίο λειτουργούμε και στη δομή κινήτρων και αντικινήτρων που διέπει το δημοκρατικό μας πολίτευμα και το διοικητικό μας σύστημα. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι στις σύγχρονες δημοκρατίες καθώς ο εκλογικός κύκλος είναι βραχύς και σπάνια ξεπερνά την τετραετία, οι διαμορφωτές πολιτικής που θέλουν να επανεκλεγούν ενεργούν κάτω από ασφυκτικούς χρονικούς περιορισμούς και έχουν κάθε κίνητρο να υιοθετήσουν βραχυπρόθεσμα μέτρα που θα τους διασφαλίζουν, αν είναι δυνατόν, την διατήρησή τους στην εξουσία ή και την επανεκλογή τους. Κάτω από καθεστώς πολιτικής και οικονομικής αβεβαιότητας, ο χρονικός ορίζοντας στενεύει ακόμα περισσότερο. Οι κοινωνικές πιέσεις για διαχείριση του σήμερα γίνονται ασφυκτικές. Η ενασχόληση με το τι καθιστά μια μεταρρυθμιστική παρέμβαση βιώσιμη και αποτελεσματική καθώς και με τις μεσοπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες επιπτώσεις της στο κοινωνικό σύνολο και σε επιμέρους ομάδες φαντάζει τουλάχιστον πολυτέλεια. Είναι σε τέτοιες περιόδους κρίσης που αναδεικνύεται ακόμα περισσότερο η σημασία του ανθρώπινου παράγοντα, το αξιακό υπόβαθρο των διαμορφωτών πολιτικής, η ποιότητα της ηγεσίας.
Όπως σοφά γράφει ο Ξενοφών στο έργο του «Οικονομικός», «όταν η παρουσία του ηγέτη υποκινεί, εμπνέει ζήλο, ευγενή άμιλλα για το ποιός θα επιτελέσει άριστα το έργο του και φιλοτιμία, τότε είμαι έτοιμος να αναγνωρίσω στην προσωπικότητα αυτού του ανθρώπου κάποιο βασιλικό ήθος. Για να αποκτήσεις αυτό το ταλέντο, δεν αρκεί να το παρατηρήσεις ή να το αποκτήσεις μια φορά …Ισχυρίζομαι, λέει ο Ξενοφών, ότι για να αποκτήσεις ηγετική ικανότητα πρέπει να είσαι φτιαγμένος γι’ αυτήν, να είσαι έντιμος και ικανός και να έχεις θείο χάρισμα. Δηλαδή το να σε υπακούουν με τη θέλησή τους δεν είναι μόνο ανθρώπινο αλλά και θεϊκό : δίδεται στους ανθρώπους που έχουν σωφροσύνη» (Οικονομικός Χ ΧΙ)
Αγαπητές φίλες και φίλοι,
Σήμερα, μέσα από τις εμπειρίες που έχω αποκομίσει από διάφορα μετερίζια, θα ισχυριζόμουν ότι η αποτελεσματικότητα της κάθε πολιτικής, της κάθε μεταρρυθμιστικής παρέμβασης εξαρτάται τελικά από το αξιακό υπόβαθρο και τις ικανότητες των ανθρώπων που καλούνται να την σχεδιάσουν, να την υλοποιήσουν και να την ολοκληρώσουν καθιστώντας την μακροχρόνια, οικονομικά και κοινωνικά, αποδεκτή και βιώσιμη. Γιατί, όπως έγραψε ο Γεράσιμος Αρσένης στο πρόσφατο βιβλίο του για την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση με τίτλο « Γιατί δεν Έκατσα Καλά», «το πολιτικό ανάστημα δεν μετριέται με την ικανότητα να προσαρμοσθεί στον κοινό παρονομαστή της κοινής γνώμης αλλά από τη δύναμη να ηγηθεί μιας εκστρατείας υπέρβασης».
Η μεγαλύτερη υπέρβαση που καλούνται να κάνουν οι διαμορφωτές πολιτικής ή και μια ηγετική ομάδα για να καταστήσουν μια παρέμβαση αποτελεσματική είναι να διαγνώσουν και να υπερπηδήσουν τις ίδιες τις αδυναμίες τους , τους φόβους και τις ανασφάλειες τους.
Δεν είναι τυχαίο ότι στο μυαλό του περισσότερου κόσμου , η ενασχόληση κάποιου με τα κοινά ή την πολιτική συνδέεται είτε με κίνητρα προσωπικής οικονομικής εξασφάλισης και κοινωνικής ανέλιξης είτε με την ανάγκη προσωπικής επιβεβαίωσης, κοινωνικής αναγνωρισιμότητας ή/ και την άσκηση εξουσίας , δηλαδή για την ανάγκη υπέρβασης βαθύτερων προσωπικών ανασφαλειών . Όταν αυτή η αντίληψη επιβεβαιώνεται , τότε η πολιτική συνδέεται με την κυριαρχία του ιδιωτικού έναντι του δημοσίου συμφέροντος, με φαινόμενα διαπλοκής ή ακόμα και διαφθοράς από πολιτικούς «εντολοδόχους», με την απαξίωση των πολιτικών θεσμών και την έλλειψη εμπιστοσύνης του κόσμου στο πολιτικό σύστημα.
Όπως πάλι λέει ο Ξενοφών σ’ ένα άλλο σημαντικό έργο του , στο «Κύρου Παιδεία» ;«Είναι αδύνατον εκείνος, ο οποίος δεν είναι όπως πρέπει, να οδηγεί άλλους προς αξιόλογα πράγματα και προς την αρετή» (Κύρου Παιδεία Η Ι) ενώ στα Απομνημονεύματα διατείνεται : «Ο βασιλεύς (ο κάθε ηγέτης) θα ήταν καλός όχι αν κυβερνούσε μόνο προς όφελος της δικής του περιουσίας , αλλά γιατί ήταν υπεύθυνος για την ευτυχία των υπηκόων του» (Απομνημονεύματα Γ ΙΙ) . Πριν από δυόμιση χιλιάδες χρόνια , ο μεγάλος αυτός ιστορικός, φιλόσοφος και στρατηγός συνέδεσε την ποιότητα της ηγεσίας με την υιοθέτηση της λειτουργικής προσέγγισης της πολιτικής , δηλαδή των επιπτώσεων και των αποτελεσμάτων που κάθε μέτρο πολιτικής έχει στον άνθρωπο , σε επιμέρους κοινωνικές ομάδες, στο κοινωνικό σύνολο , στην « ευτυχία των υπηκόων του».
Αυτή θα την αποκαλούσα μια ανθρωποκεντρική προσέγγιση της δημόσιας πολιτικής. Μια προσέγγιση που βρίσκεται σε διαρκή αντίθεση με την προβληματική προσέγγιση ιδιοποίησης των ωφελειών από την άσκηση πολιτικής που ήδη αναφέρθηκε. Μια προσέγγιση που διαφοροποιείται όμως ριζικά και από την δεοντολογική ή κανονιστική προσέγγιση πολιτικής σύμφωνα με την οποία στόχος της πολιτικής είναι η προάσπιση κανόνων, και κυρίαρχων ιδεών. Σύμφωνα με την κανονιστική προσέγγιση , η κάθε επιλογή ή πράξη κρίνεται ως αποτελεσματική από το πόσο προάγει ή όχι μια υπέρτατη ιδέα ή ένα πολύ συγκεκριμένο στόχο, που μπορεί να είναι η απομείωση του βάρους του χρέους , η δημοσιονομική πειθαρχία, η προώθηση ή η απόρριψη πολιτικών λιτότητας. Κάθε μέτρο, κάθε απόφαση που λαμβάνεται, κρίνεται αποτελεσματική ή όχι σε σχέση με το αν εξυπηρετεί την κυρίαρχη ιδέα.
Αντίθετα , η ανθρωποκεντρική προσέγγιση εδράζεται στην αξιολόγηση των επιπτώσεων της πολιτικής ή της συλλογικής δράσης ευρύτερα στους ίδιους τους αποδέκτες και «εντολείς» της , δηλαδή στους ίδιους τους πολίτες. Αντικείμενο της δημόσιας πολιτικής είναι ο άνθρωπος. Η βελτίωση ή η χειροτέρευση της ευημερίας του διπλανού, συγκεκριμένων ευάλωτων κοινωνικών ομάδων ή και του κοινωνικού συνόλου αποτελεί τον κυριότερο προσδιοριστικό παράγοντα επιλογών και κοινωνικής δράσης. Η συζήτηση για τη παραμονή ή όχι της χώρας στη ζώνη του ευρώ και την υπογραφή του 3ου Μνημονίου ανέδειξε την σύγκρουση μεταξύ των δύο αυτών αξιακών προσεγγίσεων και συνεχίζει να υποβόσκει στον δημόσιο διάλογο.
Η πολιτική πράξη τελικά πρέπει να υπηρετεί «ιδέες» ή «ανθρώπους»; Προσωπικά έχω καταλήξει στο δεύτερο, αλλά αυτό έχει να κάνει με προσωπικές αξίες και στάση ζωής.
Πιστεύω όμως ακράδαντα ότι μόνο τότε μια μεταρρυθμιστική παρέμβαση καθίσταται βιώσιμη και αποτελεσματική.
Αυτό είναι και το τρίτο και ίσως πιο σημαντικό συμπέρασμα στο οποίο καταλήγω.
Κυρίες και Κύριοι,
Η διατύπωση των παραπάνω τριών συμπερασμάτων προσδιορίζουν και το αναγκαίο πλαίσιο παρεμβάσεων που μπορεί και πρέπει να προωθηθεί για να προχωρήσουμε.
Η διάδοση και ενίσχυση της ανθρωποκεντρικής προσέγγισης στην άσκηση πολιτικής και διοίκησης.
Ο εμπλουτισμός των προγραμμάτων εκπαίδευσης στα ανώτατα εκπαιδευτικά μας ιδρύματα με μαθήματα στρατηγικής αποφάσεων, δημόσιας πολιτικής και οργάνωσης που θα αναδεικνύουν τις επιπτώσεις διαφορετικών προσεγγίσεων , εννοιών και σταδίων για την αποτίμηση της αποτελεσματικότητας των πολιτικών ,
Η ανάπτυξη κατάλληλων δεικτών μέτρησης αποτελεσμάτων στη βάση των εναλλακτικών προσεγγίσεων ,
Η δημιουργία ενός ανεξάρτητου , μόνιμου Παρατηρητηρίου Δημόσιας Πολιτικής και Μεταρρυθμίσεων το οποίο θα καταγράφει , θα επικαιροποιεί , θα μετρά και θα αξιολογεί με συγκεκριμένους δείκτες τόσο τα αποτελέσματα των πολιτικών όσο και την επίδοση των διαμορφωτών τους στη βάση των εναλλακτικών προσεγγίσεων.
Αποτελούν ελάχιστες προτάσεις που μπορεί όχι μόνο να βελτιώσουν ουσιαστικά την αποτελεσματικότητα της πολιτικής αλλά και να δημιουργήσουν άλλα πρότυπα για τους ίδιους τους διαμορφωτές της.
Φίλες και Φίλοι,
Το μέλλον της χώρας μας θα κριθεί τελικά από εμάς τους ίδιους. Από το πρότυπα που αναδεικνύουμε ως κοινωνία. Από τις αξίες και τις αρχές που εμφυσήουμε στους φοιτητές μας. Από το Ήθος που διαπνέει τη δημόσια ζωή. Από την ικανότητά μας να κινητοποιήσουμε τα παιδιά μας να ασχοληθούν με τα κοινά και να πιστέψουν στη δύναμη της δημοκρατίας και των συμμετοχικών θεσμών. Το Πανεπιστήμιο δεν είναι μόνο χώρος γνώσης και έρευνας. Καλείται σήμερα να γίνει χώρος παραγωγής αξιών για μια καλύτερη Ελλάδα.
Αυτή είναι και η μεγάλη πρόκληση για όλους μας.
Σας ευχαριστώ.
Leave a Reply