
Κανένα περιθώριο για αναβολή των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων
Συνέντευξη στην εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ – Κυριακή, 11 Σεπτεμβρίου 2011
Στη δημοσιογράφο Φανή Χαρίση
Η βουλευτής και πρώην υπουργός του ΠΑΣΟΚ επισημαίνει στη “ΜτΚ” ότι η πίεση που υπάρχει για την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων δεν θα πρέπει να οδηγήσει σε βιαστικές και πρόχειρες ρυθμίσεις
“Η δημοκρατία και η ανάπτυξη δεν χτίζονται με θύματα, αλλά με ενεργούς πολίτες που συμμετέχουν και δημιουργούν” τονίζει η βουλευτής του ΠΑΣΟΚ και πρώην υπουργός Λούκα Κατσέλη και επισημαίνει ότι δεν υπάρχει κανένα περιθώριο για αναβολή των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων. Ωστόσο διευκρινίζει ότι η πίεση που υπάρχει για την εφαρμογή αυτών δεν θα πρέπει να οδηγήσει σε βιαστικές και πρόχειρες ρυθμίσεις, που είτε δεν θα μπορούν να εφαρμοστούν είτε δεν θα έχουν τα αποτελέσματα που πρέπει.
Οι μεταρρυθμίσεις καθυστερούν και όποτε προχωρούν συναντούν τεράστιες δυσκολίες. Η τρόικα πιέζει. Αντέχει η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ να συγκρουστεί με αυτούς που χάνουν προνόμια;
Περιθώρια για αναβολή αναγκαίων μεταρρυθμίσεων δεν υπάρχουν. Ήδη πολλές από αυτές έπρεπε να είχαν δρομολογηθεί εδώ και χρόνια.
Η ασφυκτική όμως πίεση για την προώθησή τους, ώστε να ανακτήσει η οικονομία τη χαμένη ανταγωνιστικότητά της, δεν πρέπει να οδηγήσει στο άλλο άκρο: σε βιαστικές και πρόχειρες ρυθμίσεις που είτε δεν είναι εφαρμόσιμες είτε δεν έχουν τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Για παράδειγμα, όλοι συμφωνούμε ότι πρέπει να προχωρήσει αμέσως το ενιαίο μισθολόγιο για να αρθούν οι τεράστιες ανισότητες που υπάρχουν και να καθιερωθεί ένα πραγματικά δίκαιο και αξιοκρατικό σύστημα αμοιβών. Η εφαρμογή του όμως πρέπει να μελετηθεί σοβαρά σε σχέση με συνταγματικές επιταγές, αναγκαίες μεταβατικές διατάξεις όπου χρειάζονται, καθώς και τις επιπτώσεις του στην απόδοση των δημοσίων υπαλλήλων. Για να μπορεί, για παράδειγμα, να εφαρμοστεί το πριμ παραγωγικότητας πρέπει να διασφαλιστεί ότι μπορεί στην πράξη να αξιολογηθεί αντικειμενικά το έργο των δημοσίων υπαλλήλων με μετρήσιμα αποτελέσματα. Διαφορετικά, υπάρχει κίνδυνος να παραλύσει το δημόσιο και η μεταρρύθμιση να μείνει μόνο στα χαρτιά. Κανονικά, θα έπρεπε να είχε προηγηθεί μια σοβαρή αναδιοργάνωση του δημόσιου τομέα και να έχουν ολοκληρωθεί οι νέοι οργανισμοί των υπουργείων. Δεν μπορεί, για παράδειγμα, να αξιολογηθεί η παραγωγικότητα υπαλλήλων όταν υπάρχουν ακόμα τμήματα σε υπουργεία με έναν υπάλληλο που είναι και προϊστάμενος! Επομένως, η απάντηση ως προς την αναγκαιότητα ή/και ανοχή της κυβέρνησης απέναντι σε αυτούς που “χάνουν προνόμια” είναι απλή: να συγκρουστούμε όταν οι αντιδράσεις είναι αδικαιολόγητες απέναντι σε μια μεταρρύθμιση που είναι προσεκτικά σχεδιασμένη, εφαρμόσιμη και υπηρετεί το δημόσιο συμφέρον. Να μην κουνάμε όμως το δάχτυλο στην κοινωνία και σε όσους αντιδρούν, αν δεν ακούσουμε πρώτα όλα τα επιχειρήματα, αν δεν έχουμε εξετάσει όλα τα ενδεχόμενα και αν δεν έχουμε εξαντλήσει τα περιθώρια για να μετριάσουμε το βάρος της προσαρμογής σε αυτούς που πλήττονται. Η δημοκρατία και η ανάπτυξη δεν χτίζονται με θύματα, αλλά με ενεργούς πολίτες που συμμετέχουν και δημιουργούν.
Δύο χρόνια δεν έχετε προωθήσει καμία ιδιωτικοποίηση. Θα μπορέσετε μέσα στο 2011 να εξασφαλίσετε 5 δισ. ευρώ όπως προβλέπει το μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα;
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας αλλά και η διαδικασία ιδιωτικοποιήσεων έχουν καθυστερήσει. Τους τελευταίους όμως μήνες το νερό έχει μπει στ’ αυλάκι. Το εύρος των ιδιωτικοποιήσεων έχει πλέον προσδιοριστεί από το μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα, το Ταμείο Αξιοποίησης της Περιουσίας του Δημοσίου έχει συσταθεί και ενεργοποιηθεί και ο υπουργός Οικονομικών ανακοίνωσε το πρώτο κύμα ιδιωτικοποιήσεων, στο οποίο περιλαμβάνονται οι άδειες του ΟΠΑΠ, η σύμβαση παραχώρησης του διεθνούς αεροδρομίου Αθηνών “Ελ. Βενιζέλος”, η εκχώρηση συχνοτήτων κινητής τηλεφωνίας, καθώς και η μεταβίβαση των συμμετοχών του δημοσίου σε ΔΕΠΑ, ΕΛΠΕ και σε άλλες εταιρείες και περιουσιακά στοιχεία του δημοσίου στο Ταμείο.
Θα πρέπει όμως και εδώ να είμαστε ιδιαίτερα προσεκτικοί. Το ζητούμενο είναι οι ιδιωτικοποιήσεις να αποτελέσουν ένα ουσιαστικό εργαλείο προσέλκυσης επενδύσεων και δημιουργίας προστιθέμενης αξίας για την οικονομία. Τότε θα έχουμε πετύχει τον στόχο μας. Αντίθετα, δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να αποτελέσουν το άλλοθι για τον πλουτισμό ολίγων, είτε μέσω πώλησης δημόσιου πλούτου σε εξευτελιστικές τιμές λόγω της κρίσης, είτε μέσω αδιαφανών διαδικασιών εκχώρησης. Ιδιαίτερα για τις ΔΕΚΟ, αυτό προϋποθέτει οι διαδικασίες ιδιωτικοποίησης να γίνουν βάσει συγκεκριμένου επιχειρησιακού σχεδίου, χωριστά για κάθε επιχείρηση, την κατάλληλη στιγμή και με βάση την πραγματική αξία της επιχείρησης και την αναπτυξιακή της συμβολή στην εθνική οικονομία.
Και βεβαίως, οι διαδικασίες αυτές πρέπει να γίνουν με πλήρη έλεγχο, δημοκρατική νομιμοποίηση και διαφάνεια των αποφάσεων του νεοσυσταθέντος Ταμείου, υπό την εποπτεία όμως θεσμικών οργάνων όπως της Επιτροπής Θεσμών & Διαφάνειας της Βουλής, διασφαλίζοντας, όσο είναι δυνατόν, τη συναίνεση διοικήσεων και εργαζομένων.
Πώς κρίνετε τις εξελίξεις στο τραπεζικό σύστημα μετά τη συγχώνευση Alpha και Eurobank;
Είναι, πιστεύω, μια θετική εξέλιξη. Το γεγονός μάλιστα ότι συνοδεύεται από τη συμμετοχή του Κατάρ στο νέο σχήμα -μια σημαντική δηλαδή ξένη, άμεση επένδυση- μπορεί, υπό προϋποθέσεις, να δημιουργήσει πολλαπλασιαστικά οφέλη και σε άλλους τομείς της οικονομίας.
Ωστόσο, προϋπόθεση σήμερα για την έξοδο από την κρίση αποτελεί η διοχέτευση ρευστότητας στην πραγματική οικονομία και η χρηματοδότηση βιώσιμων επιχειρήσεων και παραγωγικών επενδυτικών πρωτοβουλιών που έχουν ανακοπεί. Πιστεύω, επομένως, ότι χρειάζονται γρήγορα και άλλες διαρθρωτικού χαρακτήρα κινήσεις στο χρηματοπιστωτικό σύστημα:
Πρώτον, ενίσχυση της Εθνικής Τράπεζας, με πιθανή συγχώνευση και απορρόφηση απ’ αυτή άλλων τραπεζών που βρίσκονται σήμερα υπό τον έλεγχο του δημοσίου, ώστε να δημιουργηθεί ένας ισχυρός δημόσιος πυλώνας που θα εγγυηθεί τη χρηματοδότηση επενδύσεων μακροχρόνιας απόδοσης, την ανάληψη κινδύνου για τη στήριξη της καινοτομίας, την ανάπτυξη εξειδικευμένων υπηρεσιών για μικρομεσαίες επιχειρήσεις και τη διασφάλιση ισχυρού και υγιούς ανταγωνισμού.
Δεύτερον, ενίσχυση της κεφαλαιακής επάρκειας των ιδιωτικών τραπεζών μέσω αύξησης του μετοχικού τους κεφαλαίου, καθώς και συγχωνεύσεων ή/και συνεργασιών με ξένους επενδυτές ή χρηματοπιστωτικά ιδρύματα.
Τρίτον, αναβάθμιση των θεσμών εποπτείας του χρηματοπιστωτικού τομέα, τόσο από την ίδια την Τράπεζα της Ελλάδος που έχει την κύρια ευθύνη για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, όσο και από τη Γενική Γραμματεία Καταναλωτή, που έχει την ευθύνη προστασίας του καταναλωτή, ώστε να προστατεύονται τόσο οι καταθέτες από πιθανούς χρηματοπιστωτικούς κλυδωνισμούς όσο και οι δανειολήπτες από υπερβολικές χρεώσεις και αθέμιτες πρακτικές.
Ο υπουργός Οικονομικών ανακοίνωσε ότι θα προωθηθούν άμεσες αλλαγές στην αγορά εργασίας, με την επέκταση των ειδικών επιχειρησιακών συμβάσεων. Η τρόικα είναι γνωστό ότι έχει ζητήσει κατάργηση των κλαδικών συμβάσεων. Αντέχει ο ιδιωτικός τομέας περαιτέρω ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων;
Δεν αντέχει. Πιστεύω ότι η κατάργηση είτε των συλλογικών συμβάσεων είτε του θεσμού της επέκτασης θα είναι οπισθοδρόμηση που θα οδηγήσει σε εργασιακή ζούγκλα. Αντίθετα, χρειάζεται ενίσχυση των θεσμών συλλογικής διαπραγμάτευσης, για να αναπτυχθεί στη χώρα μας μια κουλτούρα διαλόγου και κοινωνικής συνεννόησης γύρω απ’ όλα τα θέματα που αφορούν στο παρόν και στο μέλλον μιας επιχείρησης.
Η αγορά εργασίας στη χώρα μας είναι άλλωστε από τις πιο ευέλικτες πλέον στην ΕΕ. Τον τελευταίο χρόνο έχουν προωθηθεί σημαντικές μεταρρυθμίσεις, όπως η διευκόλυνση της χρήσης μερικής και εκ περιτροπής απασχόλησης, η αύξηση της ευελιξίας στη χρήση της δοκιμαστικής περιόδου, στη χρήση συμβάσεων ορισμένου χρόνου και η καθιέρωση της Ειδικής Επιχειρησιακής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας. Με την Ειδική Επιχειρησιακή Σύμβαση δίνεται πλέον η δυνατότητα σε επιχειρήσεις, μετά από συμφωνία με τους εργαζόμενους, να αποκλίνουν από όρους που θεσπίζονται με κλαδικές συμβάσεις ώστε να υπάρχει ευελιξία. Θα πρέπει όμως να συνειδητοποιήσουμε όλοι ότι το στοίχημα της ανταγωνιστικότητας και της ανάπτυξης στη χώρα δεν θα κερδηθεί αν πέσουν κι άλλο οι μισθοί στον ιδιωτικό τομέα, που είναι ούτως ή άλλως χαμηλοί. Θα κερδηθεί αν μειωθεί η σημαντική μη μισθολογική επιβάρυνση των επιχειρήσεων που προκύπτει από φόρους, υψηλές ασφαλιστικές εισφορές, γρηγορόσημα, τέλη, γραφειοκρατία και μεγάλη αβεβαιότητα. Αυτά πρέπει να αλλάξουν για να γίνουν επενδύσεις και να ενισχυθεί η επιχειρηματικότητα και η ανταγωνιστικότητα.
Επιλέξτε το ακόλουθο αρχείο για να δείτε το απόκομμα της εφημερίδας
Leave a Reply