Ομιλία στην Αίγλη Ζαππείου (FES, & Socialists & Democrats) 18.09.2018
Λούκα Τ. Κατσέλη
Επανεκκίνηση του Ευρωπαϊκού Οικοδομήματος: Η πρόκληση μπροστά μας
Ομιλία στην Εκδήλωση του Friedrich Ebert Foundation ,
18 Σεπτεμβρίου 2018
Κυρίες και Κύριοι, αγαπητοί φίλοι,
Θα δομήσω την εισήγησή μου στη βάση πέντε ερωτήσεων:
• Τι διακυβεύεται και ποιος ευθύνεται για τη σημερινή κατάσταση στην Ευρώπη;
• Γιατί χρειαζόμαστε τελικά την Ευρώπη;
• Πως μπορούμε να επανεκκινήσουμε το Ευρωπαϊκό οικοδόμημα;
• Γιατί μόνο οι προοδευτικές δυνάμεις μπορούν να τα καταφέρουν;
• Γιατί χρειαζόμαστε μια ευρύτερη προοδευτική συμμαχία για να πετύχουμε τους στόχους μας;
Α) Η Ευρώπη στο περιθώριο
Η Ευρώπη βρίσκεται σε κρίσιμη καμπή. Το Ευρωπαϊκό οικοδόμημα κινδυνεύει.
Το Brexit αποτελεί μια μόνο ένδειξη της βαθιάς απογοήτευσης που επικρατεί. Την ίδια απογοήτευση φανερώνει και η άνοδος των αντί-Ευρωπαϊκών κομμάτων στα διάφορα κράτη μέλη τα οποία ενστερνίζονται καθαρά ακροδεξιές ή λαϊκίστικες θέσεις. Τα τελευταία εκλογικά αποτελέσματα στη Σουηδία, την Ιταλία και την Γερμανία επιβεβαιώνουν τη συνεχιζόμενη αποδόμηση των παραδοσιακών πολιτικών κομμάτων και μια βαθιά δυσπιστία απέναντι στις Βρυξέλλες και στους Ευρωπαϊκούς θεσμούς.
Μετά από 8 χρόνια σκληρών μέτρων λιτότητας, το 66% των Ελλήνων δηλώνει πως δεν είναι ικανοποιημένο από τον τρόπο λειτουργίας της δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση σε σχέση με το 42% στην Ευρώπη των 28. Μόνο το ένα τρίτο των Ελλήνων εμπιστεύεται την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Η επιβολή μέτρων λιτότητας και η ευρύτερη διαχείριση της κρίσης από την Τρόικα αλλά και τις ελληνικές κυβερνήσεις προκάλεσαν όχι μόνο βαθιά ύφεση και δραματική αύξηση της ανεργίας, της φτώχειας και της ανισότητας αλλά άφησαν έντονο αποτύπωμα όσον αφορά στις πολιτικές τοποθετήσεις και προσδοκίες, κλονίζοντας την εμπιστοσύνη στην κοινοβουλευτική δημοκρατία τόσο σε εθνικό όσο και σε Ευρωπαϊκό επίπεδο.
Οφείλουμε να μην παραβλέπουμε αυτές τις ανησυχητικές εξελίξεις. Δεν θα πρέπει να κλείνουμε τα αυτιά μας στις φωνές εκατομμυρίων Ευρωπαίων οι οποίοι αντιμετωπίζουν τους Ευρωπαϊκούς θεσμούς ως υπερβολικά ελιτίστικους και τεχνοκρατικούς, πεπεισμένοι πως η παρούσα γραφειοκρατικοποίηση της ΕΕ συνέβαλε στην ποδηγέτηση της πολιτικής από ειδικά συμφέροντα. Αποτελεί επικρατούσα άποψη σήμερα ότι τα Ευρωπαϊκά όργανα και οι Ευρωπαϊκές πολιτικές υπηρετούν τελικά τα συμφέροντα των λίγων και των ισχυρών σε αντίθεση με τις ανάγκες των πολλών.
Οφείλουμε να μην απαξιώνουμε τις ανησυχίες των Ευρωπαίων συμπολιτών μας- δικαιολογημένων ή όχι – όταν ισχυρίζονται ότι η μετανάστευση απειλεί την καθημερινότητά και την ασφάλειά τους και ότι για να προστατευθούν τα εθνικά τους συμφέροντα πρέπει να τεθούν περιορισμοί στη διακίνηση ανθρώπων , ακόμα και να χτισθούν τείχη ή να εγκαταλειφθούν συμφωνίες συνεργασίας οι οποίες τελικά υπηρετούν συμφέροντα τρίτων. Οφείλουμε να μην παραγνωρίζουμε το γεγονός ότι για χιλιάδες Ευρωπαίους, το βιοτικό επίπεδο έχει χειροτερέψει δραματικά. Η φτώχεια και η ανισότητα αυξάνεται. Το 2016, 118 εκ. Ευρωπαίοι, δηλαδή το ένα τέταρτο του Ευρωπαϊκού πληθυσμού, συμπεριλαμβανομένων και εκατομμυρίων παιδιών, ζούσε στα όρια της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού.
Από την άλλη μεριά, μόλις το 1% του Ευρωπαϊκού πληθυσμού κατέχει το 40% του συνολικού πλούτου της Ευρώπης. Ολοένα και πιο δύσκολα μπορεί να βρει κανείς εργασία, πόσο μάλλον μόνιμη και αξιοπρεπή. Μεταξύ του 2007 και του 2015, χάθηκαν 1.4 εκ. θέσεις εργασίας. Ενδιαφέρον προκαλεί το γεγονός ότι αυτοί που φαίνεται να έχουν τη χειρότερη επίδοση δεν είναι οι συνήθεις ύποπτοι. Η Σουηδία και η Γερμανία σημειώνουν τα τελευταία χρόνια την μεγαλύτερη αύξηση του αριθμού των ανθρώπων στα πρόθυρα της φτώχειας- 70% και 35% αντίστοιχα. Σήμερα, οι δύο αυτές χώρες έχουν περισσότερους δυνητικά φτωχούς σε σχέση με πολλές Ανατολικοευρωπαϊκές χώρες όπως η Ουγγαρία, η Σλοβακία, η Τσεχία και η Σλοβενία. Την ίδια στιγμή, οι ελπίδες μιας καλύτερης ζωής για τα παιδιά μας και τα εγγόνια μας είναι μικρές. Αυτό ισχύει κυρίως για τους Ευρωπαίους που βρίσκονται στο πιο χαμηλό τμήμα της κατανομής του εισοδήματος, δηλαδή στο κατώτατο πεμπτημόριο του εισοδήματος. Παραδόξως, αυτό ισχύει κυρίως για τις Σκανδιναβικές χώρες. Περίπου το 70% των ανθρώπων στη Σουηδία, το Λουξεμβούργο, την Ολλανδία και την Φιλανδία παραμένουν στην ίδια χαμηλή εισοδηματική ομάδα για μια περίοδο πάνω από 4 έτη Το αντίστοιχο ποσοστό στις ΗΠΑ είναι 55% ενώ η παραμονή στο κατώτατο επίπεδο εισοδήματος είναι η μικρότερη δυνατή σε διάρκεια στην Ελλάδα σε σχέση με άλλες Ευρωπαϊκές χώρες.
Ως αποτέλεσμα ,σύμφωνα με το πιο πρόσφατο Ευρωβαρόμετρο, η εμπιστοσύνη στα παραδοσιακά πολιτικά κόμματα είναι ιδιαίτερα χαμηλή ενώ οι περισσότεροι πολίτες αισθάνονται πως οι φωνές τους δεν εισακούγονται. Δεν είναι τυχαίο επομένως ότι το 50% του Ευρωπαϊκού εκλογικού σώματος θεωρεί πως η εμφάνιση νέων πολιτικών κομμάτων και κινημάτων που εναντιώνονται στο παραδοσιακό πολιτικό κατεστημένο δεν αποτελεί απειλή για τη δημοκρατία. Η ανεργία, η υγεία, η κοινωνική ασφάλιση και η μετανάστευση βρίσκονται στην κορυφή της λίστας των κυριότερων ανησυχιών τους.
Δεν θα πρέπει λοιπόν να μας εκπλήσσει το γεγονός ότι ο λαϊκισμός – δεξιάς ή αριστερής απόκλισης- βρίσκεται σε άνοδο. Δεν πρέπει να κατηγορούμε τον λαϊκισμό γι’ αυτό το φαινόμενο. Λαϊκισμός και ευρώ-σκεπτικισμός αποτελούν εκφάνσεις μιας βαθιάς δυσφορίας η οποία έχει διεισδύσει στις Ευρωπαϊκές κοινωνίες. Ο λαϊκισμός κάνει την εμφάνισή του όταν υπάρχει πολιτικό κενό. Ο λαϊκισμός αντικατοπτρίζει τη συλλογική μας αποτυχία να προωθήσουμε πολιτικές και να διαχειριστούμε την οικονομία μας με τρόπο που να διασφαλίζει μια αξιοπρεπή διαβίωση για όλους.
Οι σοσιαλδημοκράτες φέρουν μεγάλο μερίδιο της ευθύνης για τις εν λόγω εξελίξεις. Όταν βρέθηκαν στην εξουσία πολλές φορές υπέκυψαν στις σειρήνες της παντοδυναμίας της αγοράς, υιοθέτησαν τη ρητορική του νεοφιλελευθερισμού και προώθησαν πολιτικές οι οποίες υπηρέτησαν συγκεκριμένα συμφέροντα χάνοντας την επαφή με την εκλογική τους βάση.
Η πρόκληση σήμερα είναι να αναπληρώσουμε το πολιτικό αυτό κενό και να επανεκκινήσουμε το Ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Να πείσουμε τους συμπολίτες μας πως η Ευρώπη μπορεί να είναι πραγματικά δημοκρατική , χωρίς αποκλεισμούς και πως οι πολιτικές που προωθούνται δεν υπηρετούν τα συμφέροντα των λίγων και ισχυρών αλλά στοχεύουν στην κοινωνική πρόοδο και ευημερία .
Β) Έχουμε περισσότερο ανάγκη την Ευρώπη σήμερα σε σχέση με προηγούμενες δεκαετίες.
Ακόμα και κάτω από τις σημερινές δύσκολες συνθήκες, είναι εφικτό να επανεκκίνησουμε το Ευρωπαϊκό οικοδόμημα . Παρά τα προβλήματα, οι περισσότεροι Ευρωπαίοι– περίπου το 60%- θεωρούν ακόμα πως η συμμετοχή της χώρας τους στην ΕΕ είναι θετικό γεγονός και παραμένουν αισιόδοξοι για το μέλλον .
Στην Ελλάδα, παρά τις δυσκολίες και τον αγώνα της καθημερινής επιβίωσης, το 42% των πολιτών παραμένουν αισιόδοξοι. Συνειδητοποιούν πως στις σημερινές διεθνείς μη ρυθμισμένες αγορές, μόνο η Ευρώπη μπορεί να προσφέρει δημόσια και συλλογικά αγαθά και να διασφαλίσει κοινωνική πρόοδο και μια βιώσιμη ευημερία για όλους.
Μόνο μια ενωμένη Ευρώπη -σε αντίθεση με κάθε κράτος μέλος και εθνική κυβέρνηση χωριστά- είναι σε θέση να προωθήσει με αποτελεσματικό τρόπο την ειρήνη και την ασφάλεια, να προστατεύσει τα ανθρώπινα και κοινωνικά δικαιώματα, να υπερασπισθεί και να ενισχύσει τους δημοκρατικούς μας θεσμούς, να διασφαλίσει τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, να προστατεύσει το περιβάλλον και να πιέσει για μια αποτελεσματική ρύθμιση και διαχείριση της διακίνησης προϊόντων, υπηρεσιών, εργατικού δυναμικού και κεφαλαίου στο πλαίσιο της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας.
Καμία κυβέρνηση δεν μπορεί από μόνη της να διαχειριστεί τις μεταναστευτικές ροές και την μαζική εισροή αιτούντων άσυλο ή/και να περιορίσει τους περιβαλλοντικούς κινδύνους που προκαλεί η κλιματική αλλαγή. Καμία χώρα από μόνη της δεν μπορεί να διαπραγματευτεί και να ρυθμίσει τις μεγάλες διεθνείς επιχειρήσεις που μετακινούν τις δραστηριότητές τους οριζόντια σε διάφορες χώρες σε αναζήτηση υψηλότερων αποδόσεων. Καμία κυβέρνηση δεν μπορεί να σταματήσει τη φοροδιαφυγή όταν οι πολίτες έχουν πρόσβαση σε φορολογικούς παραδείσους οι οποίοι παραμένουν εκτός εμβέλειας εθνικής δικαιοδοσίας. Καμία χώρα δεν έχει τους πόρους ή τη δυνατότητα να ανταποκριθεί αποτελεσματικά στις προκλήσεις και στους κλυδωνισμούς που επιφέρουν οι ραγδαίες τεχνολογικές αλλαγές οι οποίες απειλούν να αφανίσουν, σε μια σύντομη χρονική περίοδο, εκατομμύρια θέσεις εργασίας.
Μια οικονομικά ευημερούσα Ένωση 500 εκ. ανθρώπων όμως έχει τη διαπραγματευτική δύναμη να παίξει το ρόλο ενός παγκόσμιου παίκτη. Μια Ένωση η οποία προωθεί τα ανθρώπινα και κοινωνικά δικαιώματα μπορεί να λειτουργήσει καταλυτικά και να προωθήσει την ειρήνη και τη δημοκρατία στον κόσμο. Μία Ένωση που παλεύει για την κοινωνική πρόοδο και την προστασία του περιβάλλοντος μπορεί να αποτελέσει φάρο για την αειφόρο ανάπτυξη. Οι Ευρωπαίοι πολίτες λοιπόν σήμερα συνειδητοποιούν πως χρειάζονται την Ευρώπη περισσότερο από ποτέ.
Πως μπορούμε να συμφιλιώσουμε αυτή την αντίθεση μεταξύ της Ευρώπης που ονειρευόμαστε και που έχουμε ανάγκη και της Ευρώπης που έχουμε σήμερα;
Γ) Το Ευρωπαϊκό σχέδιο χρειάζεται επανεκκίνηση
Πρέπει και μπορούμε να αναζωογονήσουμε το Ευρωπαϊκό εγχείρημα. Πρέπει και μπορούμε να αλλάξουμε την Ευρώπη. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο εάν προσφέρουμε ένα νέο αξιόπιστο και κοινό όραμα για την Ευρώπη και εάν παρουσιάσουμε έναν οδικό χάρτη και μια ρεαλιστική στρατηγική για το πώς θα καταστεί λειτουργικό. Εάν συμφωνήσουμε και προτάξουμε μια τολμηρή και συνεκτική πολιτική ατζέντα. Αν αγωνιστούμε όλοι μαζί για την αναμόρφωση του συστήματος διακυβέρνησης της ΕΕ ώστε αυτό να παρέχει στους Ευρωπαίους πολίτες θεσμικό χώρο για ριζικές αλλαγές στρατηγικής και πολιτικών επιλογών . Επιτρέψτε μου να μοιραστώ μαζί σας κάποιες σκέψεις για καθεμία από αυτές τις τέσσερις προκλήσεις με ειδική αναφορά στη δική μου χώρα, την Ελλάδα.
Για ένα νέο όραμα: το όραμά μας για την Ευρώπη και την ευρωζώνη δεν μπορεί να είναι αυτό μιας εσωτερικής αγοράς που επιδιώκει την μεγέθυνση και τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα πάση θυσία ,σε βάρος της αύξησης της φτώχειας και της ανισότητας για εκατομμύρια Ευρωπαίους πολίτες. Το όραμά μας δεν είναι συμβατό με μια Ευρώπη η οποία στο όνομα της βιωσιμότητας της ευρωζώνης, υιοθετεί πολιτικές ακραίας λιτότητας όπως συνέβη στην Ελλάδα. Πολιτικές που αυξάνουν το ποσοστό ανεργίας στο 27%, περικόπτουν μισθούς και συντάξεις, καταργούν συλλογικές συμβάσεις, οδηγούν μια χώρα στο να χάσει το ένα τέταρτο του ΑΕΠ της σε λίγα χρόνια και να στερήσει βασικά δικαιώματα από τους πολίτες της είναι όχι μόνο κοινωνικά και πολιτικά ανεπίτρεπτες αλλά και οικονομικά αναποτελεσματικές.
Το σημερινό κυρίαρχο όραμα για την Ευρώπη έρχεται σε αντίθεση με την ίδια τη Συνθήκη της Ένωσης η οποία, στο άρθρο 3.3, αναφέρει, μεταξύ άλλων, ότι
«η Ένωση εργάζεται για την αειφόρο ανάπτυξη της Ευρώπης με βάση την ισορροπημένη οικονομική ανάπτυξη και τη σταθερότητα των τιμών, για μια εξαιρετικά ανταγωνιστική κοινωνική οικονομία της αγοράς, για την πλήρη απασχόληση και την κοινωνική πρόοδο, για ένα υψηλό επίπεδο προστασίας και βελτίωσης της ποιότητας του περιβάλλοντος…
Η Ένωση καταπολεμά τον κοινωνικό αποκλεισμό και τις διακρίσεις και προάγει την κοινωνική δικαιοσύνη και προστασία, την ισότητα μεταξύ γυναικών και ανδρών, την αλληλεγγύη μεταξύ των γενεών και την προστασία των δικαιωμάτων του παιδιού… Προωθεί την οικονομική, κοινωνική και εδαφική συνοχή και την αλληλεγγύη μεταξύ των κρατών μελών».
Το όραμά μας λοιπόν είναι μια Ευρώπη χωρίς αποκλεισμούς, μια Ευρώπη δίκαιη και αειφόρο, η οποία προάγει την ευημερία για όλους και ένα αξιοπρεπές μέλλον για τους πολίτες της. Όπως έγραψε ο Udo Bullman: «μια κοινωνία που βασίζεται στον ειλικρινή και ουσιαστικό σεβασμό για κάθε άτομο και τον πλανήτη που επειγόντως πρέπει να προστατεύσουμε».
Για τη στρατηγική και τον οδικό χάρτη: για να προχωρήσουμε προς τα εμπρός, πρέπει να προσδιορίσουμε τις προτεραιότητες πολιτικής για την αλλαγή των όρων του εγχειρήματος. Να οικοδομήσουμε νέες συμμαχίες και δημόσια υποστήριξη. Να απομυθοποιήσουμε τα σαθρά επιχειρήματα που επικαλούνται πολλοί για να δικαιολογήσουν νεοφιλελεύθερες ή πρόχειρα σχεδιασμένες πολιτικές. Να διαπραγματευτούμε σκληρά. Οφείλουμε να ξεκινήσουμε με την προώθηση πολιτικών αμοιβαίου οφέλους που θα αποσπούν την ευρύτερη δυνατή συναίνεση και υποστήριξη και να αναβάλουμε για αργότερα τα πιο αμφιλεγόμενα ή δύσκολα μέτρα . Ένα από τα διδάγματα της ελληνικής κρίσης είναι η επιβεβαίωση του διάσημου εδαφίου του Θουκυδίδη ότι «οι ισχυροί επιβάλλουν αυτό που η δύναμή τους τούς επιτρέπει ενώ οι αδύναμοι αποδέχονται αυτά τα οποία η αδυναμία τους τούς αναγκάζει να αποδεχτούν». Σε πολλές κρίσιμες περιόδους, οι διαδοχικές Ελληνικές κυβερνήσεις θεώρησαν δεδομένη την αδυναμία τους. Απέτυχαν να προσδιορίσουν προτεραιότητες ή να ακολουθήσουν μια αποτελεσματική αλληλουχία μεταρρυθμίσεων. Τα διαδοχικά προγράμματα χρηματοοικονομικής στήριξης και τα τρία μνημόνια δεν ενσωματώθηκαν σε ένα αξιόπιστο και βιώσιμο αναπτυξιακό πρόγραμμα. Δεν πιέσαμε για αναδιάρθρωση του χρέους το 2010, όταν υπήρχε ακόμα επαρκής διαπραγματευτική ισχύς έναντι των ευρωπαϊκών τραπεζών που κατείχαν ελληνικά ομόλογα. Το 2011 συμφωνήσαμε να καταργηθούν οι συλλογικές συμβάσεις όταν θα μπορούσαμε να ζητήσουμε υποστήριξη για τη διατήρησή τους. Το 2016, αποδεχθήκαμε να αλλάξουμε τη δομή εταιρικής διακυβέρνησης των τραπεζών μας με τρόπο αντίθετο σε όλους τους υφιστάμενους διεθνείς κανόνες καλής διακυβέρνησης.
Για την ατζέντα πολιτικής: εάν η προώθηση της ευημερίας για όλους και ενός αξιοπρεπούς μέλλοντος για τους Ευρωπαίους αντικατοπτρίζει το όραμα μιας συμμετοχικής, δίκαιης και βιώσιμης Ευρώπης, τότε η ατζέντα μας θα πρέπει να οικοδομηθεί γύρω από τις τρεις αλληλένδετες διαστάσεις ενός βιώσιμου μετασχηματισμού, δηλαδή την οικονομική, κοινωνική και περιβαλλοντική διάσταση. Το υπάρχον Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης που βασίζεται σε δεσμευτικούς στόχους για το δημόσιο έλλειμμα και το χρέος (3% και 60% του ΑΕΠ αντίστοιχα) δεν παρήγαγε ούτε σταθερότητα ούτε ανάπτυξη. Το 2000 και το 2001, οι Ευρωπαίοι αρχηγοί κρατών συμφώνησαν να προωθήσουν τη συνδυασμένη στρατηγική της Λισαβόνας και του Γκέτεμποργκ, θέτοντας την αειφόρο ανάπτυξη στο επίκεντρο της πολιτικής ατζέντας. Πριν από τρία χρόνια, οι Ευρωπαϊκές κυβερνήσεις υπέγραψαν τους στόχους της αειφόρου ανάπτυξης του ΟΗΕ. Είναι καιρός να μετατραπούν αυτές οι δεσμεύσεις σε ένα Ευρωπαϊκό Σύμφωνο Αειφόρου Ανάπτυξης που θα μετρά την πρόοδο μέσω αντίστοιχων οικονομικών, κοινωνικών και περιβαλλοντικών δεικτών που θα παρέχουν πολιτική καθοδήγηση στα κράτη μέλη και στα θεσμικά όργανα της ΕΕ σχετικά με τον τρόπο άσκησης πολιτικής για την επίτευξη των στόχων βιωσιμότητας. Η μέτρηση και η καταπολέμηση όλων των μορφών ανισότητας – εισοδήματος, πλούτου, κοινωνικής, οικολογικής ή εδαφικής – και η ανάδειξη των πολλαπλών πηγών της –(πχ. μη ρυθμιζόμενες αγορές, υπερβολική ισχύς εταιρικών και οικονομικών συμφερόντων, στέρηση ανθρώπινων και κοινωνικών δικαιωμάτων κλπ.) βρίσκονται στο επίκεντρο του Ευρωπαϊκού Συμφώνου Αειφόρου Ανάπτυξης. Ας θυμηθούμε τον λόγο του Νέλσον Μαντέλα: «Όσο η φτώχεια, η αδικία και οι μεγάλες ανισότητες επιμένουν στον κόσμο μας, κανένας από μας δεν μπορεί πραγματικά να ησυχάσει». Δεν είναι σύμπτωση το γεγονός ότι οι περιοχές που ψήφισαν με συντριπτική πλειοψηφία υπέρ του Brexit στο Ηνωμένο Βασίλειο ήταν οι παραμελημένες περιφέρειες. Επίσης δεν είναι δύσκολο να αποδειχθεί ότι η Ελλάδα θα είχε βγει από την κρίση νωρίτερα και ότι το κόστος για τους Ευρωπαίους και Έλληνες φορολογούμενους θα ήταν πολύ χαμηλότερο αν είχαν χρησιμοποιηθεί κοινωνικοί δείκτες για να προσδιοριστεί ο επιθυμητός ρυθμός της δημοσιονομικής εξυγίανσης, η έκταση της εσωτερικής υποτίμησης ή οι αποφάσεις της ΕΚΤ σχετικά με τα μέτρα ποσοτικής χαλάρωσης.
Για τη διακυβέρνηση: Η διαχείριση της πρόσφατης χρηματοπιστωτικής και προσφυγικής κρίσης κατέδειξε τα περιορισμένα όρια του υφιστάμενου ευρωπαϊκού συστήματος διακυβέρνησης ως προς την διασφάλιση της αποτελεσματικότητας της πολιτικής και της δημοκρατικής νομιμότητας. Χρονοβόρες και ασαφείς διακυβερνητικές διαδικασίες, αδιαφανείς διαπραγματεύσεις , η λήψη σημαντικών αποφάσεων σε επίπεδο Euro-Group, οι περιορισμένες εξουσίες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και η ακόμη πιο περιορισμένη συμμετοχή των εθνικών κοινοβουλίων στις ευρωπαϊκές υποθέσεις αφήνουν περιθώρια για διακριτική λήψη αποφάσεων που γίνεται με βάση τα εθνικά συμφέροντα ή τη σχετική διαπραγματευτική ισχύ μεμονωμένων κρατών μελών. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι στα μάτια πολλών Ευρωπαίων η «γερμανικοποίηση» της Ευρώπης φαίνεται να είναι μια τετελεσμένη υπόθεση. Οι στάσεις και οι αντιλήψεις ποικίλλουν ανάλογα με τις εθνικές εμπειρίες. Στα κράτη-μέλη που συνήψαν Πρόγραμμα Χρηματοοικονομικής Στήριξης, ειδικά στην Ελλάδα, η επιβολή αυστηρών μέτρων λιτότητας και η μικρο-διαχείριση της υλοποίησης των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων από μη εκλεγμένους εκπροσώπους των Ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων- τη λεγόμενη Tρόικα – υπονόμευσαν τη θεσμική νομιμοποίηση των Ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων και αποδυνάμωσαν τα κίνητρα για πραγματική οικειοποίηση των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων.
Για να καταστεί αξιόπιστη η προώθηση ενός νέου πολιτικού προγράμματος για την Ευρώπη, πρέπει να συνοδεύεται από μια τολμηρή μεταρρύθμιση της διακυβέρνησης της Ευρώπης ώστε να ενισχύεται η διαφάνεια και η δημοκρατική λογοδοσία. Η διεύρυνση των αρμοδιοτήτων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σε σχέση με το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και η προώθηση της συνεργασίας με τα εθνικά κοινοβούλια, τούς κοινωνικούς εταίρους και άλλες συλλογικότητες αποτελούν προτεραιότητα. Η δημοσιοποίηση των πρακτικών του Euro-Group, η διεύρυνση των μελών του ώστε να συμπεριληφθούν οι Υπουργοί Απασχόλησης και Κοινωνικής Ασφάλισης στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου και η εκλογή ενός Ευρωπαίου Υπουργού Αειφόρου Ανάπτυξης υπό την ευθύνη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου θα ενισχύσουν τη βιωσιμότητα στο σχεδιασμό και στην εφαρμογή Ευρωπαϊκών πολιτικών. Η καθιέρωση ενός ανεξάρτητου μηχανισμού παρακολούθησης και αξιολόγησης της αποτελεσματικότητας της Ευρωπαϊκής δημόσιας πολιτικής θα ενισχύσει τη διαφάνεια και τη λογοδοσία. Το ΔΝΤ διαθέτει ανεξάρτητη μονάδα αξιολόγησης για την αξιολόγηση των συστάσεών του. H Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν το έχει επιχειρήσει ακόμα.
Ο συνδυασμός αποτελεσματικών πρακτικών αξιολόγησης με κατάλληλη επικοινωνία και προβολή των αποτελεσμάτων που προκύπτουν από συγκεκριμένα μέτρα Ευρωπαϊκής πολιτικής θα συμβάλει, σε μεγάλο βαθμό, στην αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα και της αξιοπιστίας της Ευρώπης ως μιας Ένωσης ικανής να προσφέρει τα απαραίτητα δημόσια αγαθά .
Δ) Μόνο προοδευτικές δυνάμεις μπορούν να αναζωπυρώσουν το Ευρωπαϊκό εγχείρημα.
Μόνο προοδευτικές δυνάμεις στην Ευρώπη που πιστεύουν και αγωνίζονται για μια κοινωνία χωρίς αποκλεισμούς μπορούν να αναζωπυρώσουν το Ευρωπαϊκό εγχείρημα σε βιώσιμη βάση. Ωστόσο, πρέπει να επανεξετάσουμε τις πολιτικές ταμπέλες που χρησιμοποιήθηκαν τις προηγούμενες δεκαετίες με βάση ιδεολογικές ή γεωπολιτικές συνθήκες που σήμερα έχουν αλλάξει . Στη σημερινή παγκόσμια τάξη πραγμάτων που κυριαρχείται από ισχυρά εταιρικά και οικονομικά συμφέροντα, οι εθνικές κυβερνήσεις και οι μεταπολεμικοί διακυβερνητικοί οργανισμοί καθίστανται όλο και πιο αναποτελεσματικοί. Μπορούμε να αντιπαρατεθούμε σχετικά εύκολα με τις αντιλήψεις των νεοφιλελεύθερων που πιστεύουν στην υπεροχή των δυνάμεων της αγοράς, που υποστηρίζουν ότι όλοι επωφελούνται από την οικονομική μεγέθυνση, που υποβαθμίζουν τη σημασία της ισότιμης πρόσβασης στο εκπαιδευτικό σύστημα και σε υπηρεσίες δημόσιας υγείας ή που υποστηρίζουν ότι, η οικονομική αποδοτικότητα θα μειωθεί εάν μειωθούν οι ανισότητες ή ενισχυθεί η ρύθμιση των αγορών . Ωστόσο, είναι δύσκολο να προσδιοριστεί τι συνιστά μια πραγματικά προοδευτική τοποθέτηση ή ουσιαστική διάκριση μεταξύ δεξιάς και αριστεράς αντίληψης στις περιπτώσεις εκείνες που τα δικαιώματα των μεταναστών συγκρούονται με τα δικαιώματα των πολιτών ή όταν οι τεχνολογικές καινοτομίες απειλούν παραδοσιακές θέσεις εργασίας ενώ ταυτόχρονα δημιουργούν νέες που μπορούν να καλυφτούν μόνο από εξειδικευμένα στελέχη ή τέλος όταν υψηλά επίπεδα φορολογίας μισθωτών και συνταξιούχων παρέχουν τη μόνη λύση για την παροχή κοινωνικών υπηρεσιών ενόψει γενικευμένης φυγής κεφαλαίων στο εξωτερικό ή φοροδιαφυγής. Πρέπει να αντιμετωπίσουμε ανοιχτά αυτές και παρόμοιες προκλήσεις, να τις συζητήσουμε και να επανακαθορίσουμε την ταυτότητά μας ως προοδευτικές δυνάμεις.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η «προοδευτικότητα» συνδέεται στις μέρες μας στενά με:
Α) την ενεργό προώθηση των ανθρώπινων, κοινωνικών και περιβαλλοντικών δικαιωμάτων στο πλαίσιο μιας αειφόρου αναπτυξιακής διαδικασίας ,
Β) την ενίσχυση της διαπραγματευτικής δύναμης των πολιτών σε όλες τις αγορές μέσω ενδυνάμωσης των συνδικάτων, των συνεταιρισμών, των οργανώσεων καταναλωτών ή των κοινωνικών επιχειρήσεων, δηλαδή με την οικονομική δημοκρατία,
Γ) την ενίσχυση των δεξιοτήτων, τη δια βίου μάθηση και την ενεργό συμμετοχή των πολιτών στη λήψη αποφάσεων ,
Δ) την καταπολέμηση της φτώχειας και των ανισοτήτων, και
Ε) την ενίσχυση συμμετοχικών θεσμών διαφάνειας και λογοδοσίας και την καταπολέμηση πρακτικών υπεξαίρεσης.
Συνεπώς, η «προοδευτικότητα» συνδέεται άρρηκτα με την προώθηση της βιωσιμότητας σε όλες τις διαστάσεις της.
Ε) Μόνο ένας ευρύς συνασπισμός προοδευτικών δυνάμεων μπορεί να κάνει την ανατροπή
Για να αναζωογονήσουμε το Ευρωπαϊκό εγχείρημα και να επιτύχουμε απτά αποτελέσματα σύμφωνα με το όραμα και τις αρχές μας, για να αλλάξουμε την Ευρώπη, πρέπει να αναμορφώσουμε τους Ευρωπαϊκούς πολιτικούς συσχετισμούς. Πρέπει να υπερβούμε, να διευρύνουμε και να προσαρμόσουμε τις παραδοσιακές κοινωνικές, δημοκρατικές αρχές και πολιτικές ώστε να ενσωματώσουμε αξιόπιστες απαντήσεις σε νέες και πιεστικές προκλήσεις της εποχής μας. Πρέπει να ενισχύσουμε τη συλλογική μας διαπραγματευτική ισχύ στα Ευρωπαϊκά ή Εθνικά κοινοβούλιά μας.
Για να γίνει αυτό, απαιτείται η κινητοποίηση όλων των προοδευτικών δυνάμεων της Ευρώπης. Τα προοδευτικά κόμματα είναι σήμερα κατακερματισμένα. Δεν εμπιστεύονται το ένα το άλλο με αποτέλεσμα να μην τα εμπιστεύονται οι πολίτες. Είναι βεβαρημένα από τις αποτυχημένες πολιτικές του παρελθόντος και τις επώδυνες συμβιβαστικές λύσεις που έχουν διαβρώσει τη νομιμοποίησή τους ως φορείς κοινωνικής προόδου. Επομένως, πρέπει να δομηθεί μια νέα προοδευτική συμμαχία που να χτιστεί από τα κάτω προς τα πάνω στη βάση μιας κοινής διάγνωσης του προβλήματος, κοινής αντίληψης για το μέλλον και κοινής στρατηγικής και πολιτικής ατζέντας. Ο Ανδρέας Παπανδρέου κατά τη δεκαετία του 1980 κατάφερε να δημιουργήσει ένα «Κίνημα Αλλαγής» που ενέπνευσε εκατομμύρια Έλληνες, τους ώθησε να συμμετέχουν στην πολιτική και να αγωνιστούν για μια δημοκρατική και χωρίς αποκλεισμούς Ελλάδα.
Μπορούμε να το κάνουμε και πάλι σήμερα αν δημιουργήσουμε έναν ευρύ προοδευτικό συνασπισμό “των προθύμων”. Πρωτοβουλίες όπως το Ευρωπαϊκό Προοδευτικό Φόρουμ (European Progressive Forum) που συγκροτήθηκε από άτομα που ανήκουν σε διαφορετικά προοδευτικά κόμματα στην Ευρώπη ή πρωτοβουλίες όπως η Προοδευτική Κοινωνία (Progressive Society) είναι σημαντικά βήματα προς τη σωστή κατεύθυνση. Μία παρόμοια πρωτοβουλία, ας την ονομάσουμε “Ελληνική Προοδευτική Συμμαχία”, το οποίο θα συσπειρώσει προοδευτικούς Έλληνες που ανήκουν σε διαφορετικά προοδευτικά κόμματα, πρόθυμους να μοιραστούν απόψεις και εμπειρίες και να αναλάβουν συλλογική δράση μπορεί να χρησιμεύσει ως καταλύτης για την οικοδόμηση μελλοντικών συμμαχιών.
Είναι καιρός να βάλουμε στην άκρη τις διαφορές μας και να οικοδομήσουμε νέες γέφυρες. Η Έκθεση της Ανεξάρτητης Επιτροπής για την Αειφόρο Ισότητα – πρωτοβουλία του Udo Bullmann και της Ομάδας των Σοσιαλιστών και Δημοκρατών στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, της οποίας έχω την μεγάλη τιμή να συμπροεδρεύω μαζί με τον πρώην Πρωθυπουργό της Δανίας – Poul Nyrup Rasmussen, σκοπεύει στο να συμβάλει στην προώθηση του στόχου συγκρότησης ενός σύγχρονου προοδευτικού πόλου. Αξίζει να δοκιμάσουμε. Γιατί όπως έγραψε ο Γεράσιμος Αρσένης, «Όσο είμαστε στρατευμένοι στην υπόθεση της προόδου, θα πρέπει να είμαστε πρόθυμοι να συνεχίσουμε να τολμούμε».
Leave a Reply