ΟΜΙΛΙΑ GREXIT ΣΤΟΝ ΝΟΜΙΚΟ ΠΑΛΜΟ 28.03.2017

GREXIT ΝΟΜΙΚΟΣ ΠΑΛΜΟΣ 28-03-17

ΓΙΑΤΙ ΟΧΙ ΣΤΟ GREXIT;

ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ ΣΤΟ “ΝΟΜΙΚΟ ΠΑΛΜΟ”

Αθήνα, 30 Μαρτίου 2017

Θα δομήσω την σύντομη παρέμβαση μου γύρω από 3 ερωτήματα :

Α) Επρεπε το 2001  να ενταχθούμε στην Ευρωζώνη ;

  1. B) Λειτούργησε η Ευρωζώνη με τους όρους και τις προυποθέσεις που έπρεπε ώστε να καταστεί μια αποτελεσματική νομισματική ένωση προς όφελος των μελών της ;

Γ) Αν η απάντηση στο 2ο ερώτημα είναι αρνητική – όπως είναι – αποτελεί σήμερα η έξοδος από την ευρωζώνη λύση ;

Α ) Η Απόφαση για Ενταξη στην Ευρωζώνη

Η ένταξη της χώρας στην Ευρωζώνη την 1-1-2001 υπήρξε η κατάληξη μιας πολυετούς περιόδου διαπραγματεύσεων από το 1992 όταν ψηφίστηκε στην Ελληνική Βουλή η Συνθήκη του Μαάστριχτ που θεσμοθέτησε την δημιουργία της ΟΝΕ μέχρι την ένταξή μας σ’ αυτή . Την 1η Ιανουαρίου 2002 το ευρώ εισήχθηκε επισήμως σε 12 κράτη-μέλη της Ε.Ε. – ανάμεσά τους και η Ελλάδα – με συνολικό πληθυσμό 308 εκατομμυρίων κατοίκων. Επρόκειτο για τη μεγαλύτερη νομισματική μετάβαση που έχει γίνει ποτέ σε ολόκληρο τον κόσμο.

Οι βάσεις της ΟΝΕ είχαν τεθεί το 1988 στο Ευρωπαικό Συμβούλιο του Ανόβερο όπου αποφασίστηκε η σύσταση Επιτροπής για τη μελέτη της ΟΝΕ με επικεφαλής τον Πρόεδρο της ΕΕ , Ζακ Ντελόρ. Περιελάμβανε τρείς φάσεις . Η πρώτη φάση (1/7 1990- 1/1/1994 ) προέβλεπε την ολοκλήρωση της ενιαίας αγοράς, την κατάργηση όλων των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων , τη στενότερη συνεργασία των νομισματικών αρχών και την έναρξη διαδικασιών οικονομικής σύγκλισης . Η δεύτερη φάση (1/1/1994-1/1/1999) προέβλεπε τη δημιουργία του Ευρωπαικού Νομισματικού Ινστιτούτου για την προετοιμασία της εισαγωγής του κοινού νομίσματος και τη σύγκλιση των οικονομικών πολιτικών . Το 1998 ιδρύθηκε η ΕΚΤ . Η τρίτη φάση ( 1/1/1999-  ) προέβλεπε τον αμετάκλητο καθορισμό των συναλλαγματικών ισοτιμιών, την εισαγωγή του κοινού νομίσματος, την ανάληψη της νομισματικής πολιτικής από την ΕΚΤ και την κυκλοφορία του νέου νομίσματος.

Με αυστηρά οικονομικά κριτήρια , η ΟΝΕ δεν πληρούσε και δεν πληροί τους ελάχιστους όρους που σύμφωνα με την θεωρία θα εξασφάλιζε σημαντικά οφέλη και αποτελεσματικότητα σε μια Νομισματική Ενωση, δηλαδή θα την καθιστούσε μια Βέλτιστη Νομισματική Περιοχή ( Mundell 1961, McKinnon 1963, Kennen 1969)

Δεδομένης της ύπαρξης ασυμμετρικών κλυδωνισμών που  υφίστανται τα μέλη μιας νομισματικής ένωσης, πχ από μια απότομη μείωση της ζήτησης ή μια  απρογραμμάτιστη είσοδο προσφύγων ή μεταναστών σε ένα κράτος μέλος ,  οι προυποθέσεις  οι οποίες θα εξασφάλιζαν ένα σταθεροποιητικό μηχανισμό και μια αποτελεσματική προσαρμογή της Ενωσης στο σύνολό της είναι σύμφωνα πάντα με τη θεωρία τα ακόλουθα :

  • Η ύπαρξη ενός ενιαίου , κοινού προυπολογισμού η/και η

θέσπιση ενιαίου αυτόματου συστήματος φορολόγησης και  μεταβιβάσεων ώστε να αντισταθμίζεται αυτόματα το όποιο κόστος  στις πληγείσες περιοχές της Ενωσης από τα έσοδα και τις μεταβιβάσεις από χώρες οι οποίες βρίσκονται στη ανοδική φάση του οικονομικού κύκλου .

  • Η ελεύθερη κίνηση εργασίας ή κεφαλαίου ώστε η αναγκαία προσαρμογή μεταξύ περιοχών της Ενωσης να γίνεται μέσω μεταφοράς συντελεστών παραγωγής.
  • Ο συντονισμός δημοσιονομικών πολιτικών μεταξύ των κρατών μελών ώστε να μην δημιουργούνται παρατεταμένες μακροοικονομικές ανισορροπίες εντός της ευρωζώνης, δηλαδή κάποιες χώρες να διατηρούν μεγάλα και διευρυνόμενα πλεονάσματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών τους , όπως η Γερμανία ,και άλλες να είναι ελλειμματικές για μεγάλο χρονικό διάστημα όπως η Ελλάδα.

Οι προυποθέσεις αυτές που ποτέ δεν πραγματοποιήθηκαν και που παραμένουν επίκαιρες θα είχαν βελτιώσει σημαντικά  την ικανότητα της Ευρωζώνης να αντιμετωπίσει την χρηματοπιστωτική ή/και προσφυγική κρίση .

Οι λόγοι για τις οποίες δεν προωθήθηκαν ήταν γιατί η ΟΝΕ υπήρξε αποτέλεσμα ενος πολιτικού συμβιβασμού μεταξύ ολων όσοι ηθελαν να προωθήσουν την Ευρωπαική ολοκλήρωση και την Ενιαία Αγορά μειώνοντας  το κόστος διασυνοριακών συναλλαγών, διευρύνοντας  τις ενδο-κοινοτικές εμπορικές συναλλαγές  και βλέποντας το κοινό νόμισμα ως ένα πρώτο βήμα στην πορεία ολοκλήρωσης της ΕΕ και πρόσδεσης της Γερμανίας σ’ αυτήν και ολων όσοι ειδαν την επιβολή του  ενιαίου νομίσματος ως όχημα  δημοσιονομικής και νομισματικής πειθαρχίας, χρηματοπιστωτικής σταθερότητας και ανάδειξης του ευρώ σε αντίπαλο νομισματικό πόλο σε σχέση με το δολλάριο . Προιον του συμβιβασμού αυτού υπήρξε η θεσμική κατοχύρωση της δημοσιονομικής πειθαρχίας με το Συμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης που αποφασίστηκε το 1997 που καθιέρωσε ως όριο για την έναρξη υπερβολικού ελλείμματος το 3% , η πλήρης ανεξαρτησία της ΕΚΤ και η ανάδειξη ως μοναδικού στόχου της ΕΚΤ στην άσκηση νομισματικής πολιτικής η συγκράτηση του πληθωρισμού κάτω από το 2%.  Ο απαραίτητος συντονισμός μακροοικονομικής πολιτικής προωθήθηκε μέσω πολύ γενικών και μη δεσμευτικών διατάξεων που περιελήφθησαν στις Κατευθυντήριες Γραμμές Οικονομικής Πολιτικής και ανατέθηκαν στο Eurogroup , σ’ ένα άτυπο δηλαδή Συμβούλιο των Υπουργών Οικονομικών , το οποίο υποτίθεται θα λειτουργούσε ως αντίβαρο στην ΕΚΤ .

Ηταν σαφές επομένως από την αρχή ότι αν δεν υπήρχαν ανατροπές, η ένταξη της χώρας μας στην Ευρωζώνη ,η οποία αντιμετώπιζε σημαντικά προβλήματα ανταγωνιστικότητας , ήταν ,  από μια στενά οικονομική θεώρηση ,προβληματική για δύο κυρίως λόγους : γιατί μ’ αυτό τον τρόπο έχανε τόσο το εκδοτικό προνόμιο όσο και την δυνατότητα χρήσης της συναλλαγματικής ισοτιμίας ως εργαλείο βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας .  Από την άλλη μεριά , ακριβώς επειδή  η χώρα αντιμετώπιζε προβλήματα ανταγωνιστικότητας , η ένταξη στη ζώνη του ευρώ έμοιαζε να εξασφαλίζει την χρηματοπιστωτική  σταθερότητα και να επιβάλλει ένα πλαίσιο εξωτερικής δημοσιονομικής πειθαρχίας που για πολλούς ήταν ευκταίο και δεν μπορούσε να το διασφαλίσει το εγχώριο πολιτικό σύστημα .

Αξίζει  να υπενθυμήσουμε τις προφητικές επισημάνσεις του Γεράσιμου Αρσένη κατά την  ομιλία του στην Ολομέλεια της Βουλής, ως εκπρόσωπος του ΠΑΣΟΚ τη Δευτέρα 27 Ιουλίου 1992,  στη συζήτηση ψήφισης από την Ελληνική Βουλή  της Συνθήκης του Μάαστριχτ . Ειχε τότε πεί :

« Η Συνθήκη του Μααστριχτ είναι ένας ιστορικός συμβιβασμός των μεγάλων δυνάμεων, που προχωράνε με διστακτικά και μικρά βήματα. Δεν θα δείτε στο κείμενο της Συνθήκης του Μάαστριχτ το όραμα των Ευρωπαίων. Δεν θα δείτε στη Συνθήκη τον απόηχο της λεπτής και βαθιάς σκέψης ενός Γκαίτε. Δεν θα δείτε στη Συνθήκη την αρμονία ενός Μπετόβεν. Θα αισθανθείτε, όμως, δυνατά το βαρύ χέρι του Γερμανού τραπεζίτη».

Αναφερόμενος στους όρους της Συνθήκης για το άκρως περιοριστικό όριο που ειχε τεθεί για το δημοσιονομικό έλλειμμα – 3 % του Εθνικού εισοδήματος – , ο Αρσένης τόνισε :  «η οικονομική και νομισματική ένωση ακολουθεί έναν μονοσήμαντο στόχο, τη μείωση του πληθωρισμού. Κανείς δεν έχει αντίρρηση ότι ο πληθωρισμός πρέπει να μειωθεί. Ο πληθωρισμός δεν είναι όμως το μόνο πράγμα που πρέπει να προσέξει μια κυβέρνηση, δεν είναι ο μόνος στόχος που πρέπει να ακολουθήσει μια Ενωμένη Ευρώπη. Υπάρχει επίσης το πρόβλημα της απασχόλησης, υπάρχει το πρόβλημα της κατανομής του πλούτου, υπάρχει το πρόβλημα της κοινωνικής συνοχής και της κοινωνικής δικαιοσύνης. Οι κυβερνήσεις αντιμετωπίζουν αυτά τα θέματα σε συνδυασμό και όχι χωριστά. Ο τρόπος που αντιμετωπίζει η οικονομική και νομισματική ένωση μονοσήμαντα την καταπολέ­μηση του πληθωρισμού είναι βέβαιο ότι θα οδηγήσει την Ευρώπη σε οικονομική ύφεση».

Και είχε από τότε επισημάνει τις ελλείψεις :

«Εάν   στη   Συνθήκη   του   Μάαστριχτ   που   αφαιρεί σήμερα, τη μακροοικονομική πολιτική από τις εθνικές κυβερνήσεις είχαμε μία μεταφορά και της νομισματικής αρχής αλλά και της δημοσιονομικής αρχής, τότε θα λέγαμε ότι πραγματικά γίνεται ένα σημαντικό βήμα προς την οικονομική και τη νομισματική ένωση της Ευρώπης γιατί θα είχαμε σε ευρωπαϊκό επίπεδο μία νομισματική αρχή μία κεντρική τράπεζα της Ευρώπης που θα ακολούθησε τη νομισματική πολιτική στα πλαίσια της ευρωπαϊκής οικονομικής πολιτικής και θα είχαμε ταυτόχρονα και έναν κοινοτικό προϋπολογισμό που θα μπορούσε να λειτουργήσει δημοσιονομικά δηλαδή να κάνει την αναδιανεμητική πολιτική, την αναπτυξιακή πολιτική και την κοινωνική πολιτική της Κοινότητας.  Και ο συνδυασμός  της  κοινοτικής  δημοσιονομικής πολιτικής και της κοινοτικής νομισματικής πολιτικής θα μας έδινε σε ευρωπαϊκό επίπεδο το ζητούμενο, δηλαδή χαμηλό πληθωρισμό και υψηλά επίπεδα απασχόλησης. Αλλά η Συνθήκη του Μάαστριχτ δεν κάνει αυτό. Υπάρχει δυστυχώς, μία βασική ασυμμετρία. Μεταφέρεται το εκδοτικό προνόμιο από τις εθνικές κυβερνήσεις, δημιουργείται Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, μία νομισματική αρχή η οποία δεν ελέγχεται ούτε από τις κυβερνήσεις, ούτε από τα εθνικά κοινοβούλια, ούτε από το Ευρωκοινοβούλιο. Και έχει αποκλειστικό σκοπό την σταθερότητα των τιμών. Εφόσον αυτός είναι ο μοναδικός στόχος της νομισματικής αρχής, η οποία δε γίνεται με βάση ένα μακροοικο­νομικό σχέδιο για την Ευρώπη, είναι σίγουρο ότι θα έχουμε μία πολιτική υψηλών επιτοκίων, και μια πολιτική οικονομικής ύφεσης. Δεν υπάρχει, λοιπόν, σε κοινοτικό επίπεδο, αλλά και ούτε σε  εθνικό επίπεδο, δυνατότητα άσκησης αντικυκλικής πολιτικής, άσκησης πολιτικής υψηλής απασχόλησης. Και εδώ θα υπάρξει πρόβλημα όχι μόνο για την Ελλάδα, θα υπάρξει πρόβλημα για ολόκληρη την Ευρώπη.

Το δεύτερο πρόβλημα , σύμφωνα με τον Αρσένη, με τη συνθήκη του Μαάστριχτ και τη δημιουργία της ΟΝΕ ήταν- και παραμένει- η λειτουργία των δημοκρατικών θεσμών. Τόνιζε σε εκείνη την βαρυσήμαντη ομιλία : «το λεγόμενο δημοκρατικό έλλειμμα που υπήρχε μέσα στα όργανα της ΕΟΚ δεν μειώνεται και σε πολλές περιπτώσεις διευρύνεται. Αυτό που βλέπουμε είναι μία σημαντική μεταφορά εξουσιών στα κεντρικά όργανα της ΕΟΚ, χωρίς αυτό να συνοδεύεται και με αποτελεσματικό κοινοβουλευτικό έλεγχο, είτε από τα εθνικά Κοινοβούλια είτε από το Ευρωκοινο­βούλιο. Αντίθετα βλέπουμε μια αύξηση της παρουσίας και της υπεροχής των πληθυσμιακά μεγαλυτέρων χωρών της ΕΟΚ και των πιο αναπτυγμένων χωρών, έτσι που να υπάρχει κίνδυνος μέσα από τη διαδικασία των αποφάσεων, οι λαοί της Ευρώπης να βρεθούν αποξενωμένοι από τις αποφάσεις της κεντρικής εξουσίας και να μειωθεί ο ουσιαστικός δημοκρατικός έλεγχος».

Παρά τους βαθύτατους προβληματισμούς του για την ψήφιση της Συνθήκης του Μάαστριχτ από την Ελληνική Βουλή , ο Αρσένης δικαιολόγησε την θετική του ψήφο ως εξής :

«Eίναι ψευτοδίλημμα το ναι ή όχι στο Μάαστριχτ. Οι χώρες που θα είναι μέσα στη Συνθήκη του Μάαστριχτ, θα μπορέσουν μέσα από τους πολιτικούς μηχανισμούς που το ίδιο το Μάαστριχτ παρέχει, έστω και κάτω από άνισες συνθήκες, να διαμορφώσουν στο μέλλον την πολιτική της Ευρώπης. Οι χώρες της Ευρώπης που επιλέγουν να μείνουν έξω από τη Συνθήκη του Μάαστριχτ ή οι χώρες της Ευρώπης που δεν έχουν μπει μέσα στη Συνθήκη θα είναι εκ των πραγμάτων αναγκασμένες να συμπεριφέρονται ως να είναι μέσα στη Συνθήκη του Μάαστριχτ, ενώ θα είναι απούσες από τη λήψη των πολιτικών αποφάσεων. Η θέση μας είναι ναι στο Μάαστριχτ, μέσα στους πολιτικούς μηχανισμούς του Μάαστριχτ να δοθεί η μάχη για μία καλύτερη Ευρώπη για μία καλύτερη Ελλάδα. Συμμετέχουμε στην Ευρώπη και αυτός είναι ο προσανατολισμός μας».

Επομένως η ένταξή μας στην ευρωζώνη ήταν ένα πολιτικό στοίχημα συμμετοχής σε μια νομισματική ένωση με πλήρη επίγνωση ότι το εγχείρημα ήταν ατελές αλλά με πίστη ότι η συμμετοχή στη λήψη αποφάσεων ήταν και παραμένει για εθνικούς και πολιτικούς λόγους  προτιμότερη από την μη ένταξη  .

 

  1. B) Λειτούργησε η Ευρωζώνη με τους όρους και τις προυποθέσεις που έπρεπε ώστε να καταστεί μια αποτελεσματική νομισματική ένωση προς όφελος των μελών της και ιδιαίτερα της Ελλάδος ;

Σύμφωνα με αρκετές αναλύσεις και εμπειρικές μελέτες η λειτουργία της ΟΝΕ έως το 2008 ήταν αρκετά επιτυχημένη . Στο τέλος του 2007 , το 32,2 % των διεθνών χρεωγράφων σε κυκλοφορία ηταν αποτιμημένο σε ευρώ , οι καθημερινές συναλλαγές σε ευρώ αφορούσαν το 37,8% των συναλλαγών στις διεθνή αγορά συναλλάγματος ενώ το ευρώ αντιστοιχούσε στο 26,5% των παγκόσμιων συναλλαγματικών αποθεματικών ( ΕΚΤ, 2008) Η αξιοπιστία της ΕΚΤ διατηρήθηκε ισχυρή ενώ τόσο το  ενδο-κοινοτικό εμπόριο όσο και οι ξένες άμεσες επενδύσεις ειτε από άλλες χώρες της Ευρωζώνης είτε εκτός αυτής διευρύνθηκαν σημαντικά.

Παρ’ όλα αυτά οι εγγενείς αδυναμίες στην αρχική αρχιτεκτονική της Ενωσης , αναδείχθηκαν καθοριστικές  όταν ξέσπασε η κρίση, εντείνοντας τις αποκλίσεις στις οικονομικές επιδόσεις   και αναδεικνύοντας τις βαθύτερες πολιτικές διαφοροποιήσεις  μεταξύ των κρατών- μελών .  Σε μια ευρωζώνη που απετέλεσε αντικείμενο μιας μεγάλης κερδοσκοπικής επίθεσης τόσο στην αγορά ομολόγων πολλών κρατών μελών της( Ελλάδα, Ιρλανδία, Ισπανία, Ιταλία , Κύπρο )  όσο και στην ιδια την αγορά του  ευρώ, απουσίαζαν οι σταθεροποιητικοί μηχανισμοί άσκησης αντικυκλικής πολιτικής, ο αναγκαίος συντονισμός δημοσιονομικών πολιτικών, η δυνατότητα της ΕΚΤ να παρέμβει εξισορροπητικά στη δευτερογενή αγορά κρατικών ομολόγων , η ύπαρξη ενιαίου προυπολογισμού μεγέθους τέτοιου που να επιτρέπει την άμβλυνση μέσω μεταβιβάσεων του τεράστιου κόστους από τις υφεσιακές επιπτώσεις της κρίσης. Απουσίαζαν και έπρεπε να δημιουργηθούν εκ των ενόντων μηχανισμοί αντιμετώπισης κρίσεων και  δημόσιας χρηματοδότησης κρατών μελών  ( Ευρωπαικός Μηχανισμός Σταθερότητας –ΕΣΜ) , ανακεφαλαιοποίησης τραπεζών και  διαχείρισης της ιδιωτικής υπερχρέωσης  φυσικών και νομικών προσώπων.  Στα επαναλαμβανόμενα  άτυπα Eurogroup  επικράτησαν οι απόψεις και  το δίκιο του πιο ισχυρού εταίρου, δηλαδή της Γερμανίας ,  με αποτέλεσμα  να πληγεί η αξιοπιστία των θεσμοθετημένων οργάνων της ΕΕ και η δημοκρατική νομιμοποίηση των θεσμών της Ενωσης.  Απουσίαζαν και απουσιάζουν ανεξάρτητοι μηχανισμοί αξιολόγησης  της  οικονομικής πολιτικής που επιβλήθηκε σε κράτη –μέλη με αποτέλεσμα να μην υπάρχει η βάση για επανασχεδιασμό των μέτρων και διόρθωση των στρεβλώσεων που ανακύπτουν.

Για την χώρα μας, μετά το ξέσπασμα της κρίσης , η απώλεια βαθμών ελευθερίας στην άσκηση της δημοσιονομικής πολιτικής και η πολιτική  εσωτερικής υποτίμησης και απορρύθμισης της αγοράς εργασίας που επιβλήθηκαν από τα Μνημόνια  χωρίς τη λήψη αντισταθμιστικών μέτρων  όπως π.χ.  αναδιάρθρωση του χρέους ή  εξαίρεση επενδυτικών δαπανών από τον στόχο για πρωτογενές πλεόνασμα υπονόμευσε τις αναπτυξιακές προοπτικές της οικονομίας  καταδικάζοντάς την  στην εφαρμογή πολυετών πολιτικών λιτότητας.

Ο συνεχιζόμενος αποκλεισμός της χώρας από το  πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ σε συνδυασμό με την παράταση της οικονομικής αβεβαιότητας  στερεί χρηματοδότηση από υγιείς επιχειρήσεις που θα μπορούσαν να αποτελέσουν αιχμή του δόρατος για μια βιώσιμη αναπτυξιακή πορεία.

Τέλος , ο άτυπος και ανεξέλεγκτος ρόλος  της Τρόικας και του Eurogroup υπονόμευσε την αξιοπιστία και δημοκρατική νομιμοποίηση των Ευρωπαικών θεσμών στα μάτια πολλών Ευρωπαίων,  με αποτέλεσμα το αίτημα της εθνικής κυριαρχίας να γίνεται κυρίαρχο και να πυροδοτεί φυγόκεντρες ή/και ακραίες πολιτικές συμπεριφορές και προτιμήσεις.

Γ . Αποτελεί σήμερα το GREXIT  Λύση ;

Παρά τις εγγενείς και πολλές αδυναμίες της αρχιτεκτονικής και της λειτουργίας της ΟΝΕ , η απάντηση που δίνω στο βασικό ερώτημα που τίθεται είναι ένα κατηγορηματικό όχι τόσο για οικονομικούς όσο και πολιτικούς και κοινωνικούς λόγους  και αυτό ανεξάρτητα από το γεγονός ότι δεν προβλέπεται από τους Κανονισμούς αποχώρηση μιας χώρας από τη ζώνη του ευρώ.

Από οικονομική και κοινωνική σκοπιά οι κύριοι λόγοι είναι οι ακόλουθοι :

  • Η απόφαση της εισόδου και εξόδου από μια νομισματική ένωση και μάλιστα εν μέσω κρίσης δεν είναι συμμετρικές αποφάσεις . Η έξοδος ενέχει πολλαπλούς κινδύνους που δεν υπήρχαν αν η χώρα μας αποφάσιζε το 1992 να μην ενταχθεί στην ΟΝΕ αλλά υπάρχουν αν διωχθεί ή ακόμα αν θελήσει να φύγει συναινετικά.
  • Οι αγορές είναι αδυσώπητες .  Η έξοδος και η επιστροφή στο εθνικό νόμισμα , θα οδηγούσε όχι μόνο σε χρηματοοικονομική ασφυξία λόγω αδυναμίας δανεισμού αλλά και σε μια μεγάλη υποτίμηση του νομίσματος με αποτέλεσμα την αύξηση των εγχώριων τιμών  και την μείωση των πραγματικών εισοδημάτων.  Η αύξηση των τιμών θα εξανέμιζε τα όποια οφέλη από την υποτίμηση του νομίσματος για τις εξαγωγές και την ανταγωνιστικότητά μας.
  • Τυχόν έξοδος θα διόγκωνε την ανασφάλεια με αποτέλεσμα περαιτέρω μείωση των καταθέσεων από τις Τράπεζες, φυγή κεφαλαίων στο εξωτερικό και διόγκωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων . Οι Τράπεζες γρήγορα ή αργά θα αντιμετώπιζαν εκ νέου σημαντικό πρόβλημα κεφαλαιακής επάρκειας και ρευστότητας.
  • Ξένοι επενδυτές , όπως οι Κινέζοι , που επιλέγουν την Ελλάδα ως χώρα επένδυσης για να έχουν πρόσβαση στις χώρες της Ευρωζώνης θα έχαναν το κίνητρο αυτό .
  • Η αδυναμία του κράτους να αντλήσει πόρους από τις διεθνείς κεφαλαιαγορές ή από τους Ευρωπαίους εταίρους μας θα οδηγούσε γρήγορα ή αργά το Ελληνικό δημόσιο σε στάση πληρωμών με κατάρρευση των κοινωνικών υπηρεσιών .
  • Οι ωφελούμενοι από το GREXIT θα ειναι όσοι παρακρατούν περιουσιακά στοιχεία σε ευρώ είτε σε φορολογικούς παραδείσους είτε σε εξωχώριες εταιρείες  ενώ  όσοι  θα πληρώνονται με το εθνικό νόμισμα αλλά οι οφειλές τους είναι σε ευρώ θα είναι οι μεγάλοι χαμένοι .

Για όλους αυτούς τους λόγους , το   GREXIT, ακόμα και η συζήτηση για πιθανό GREXIT  ήταν και παραμένει αυτοκαταστροφική .

Πολιτικά επίσης ,  μια έξοδος της Ελλάδας από την Ευρωζώνη θα σηματοδοτούσε την διόγκωση της αβεβαιότητας  , την εμπέδωση αρνητικών στερεοτύπων και αδυναμίας της χώρας και του πολιτικού της συστήματος να διασφαλίσει ένα αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης και ασφάλειας για τους πολίτες της. Σε μια περιοχή έντονων γεωπολιτικών κλυδωνισμών , η συμμετοχή μας στην Ευρωζώνη διαφυλάσσει, παρά την κρίση, όχι μόνο μια σχετική  χρηματοπιστωτική ασφάλεια και σταθερότητα αλλά και γεω-στρατηγικά οφέλη που προκύπτουν από την προώθηση διακρατικών συμμαχιών και  συνεργασιών εντός του στενού πυρήνα της ΕΕ .

 

Αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να επαναπαυθούμε . Η  διακυβέρνηση της ΟΝΕ πρέπει να γίνει περισσότερο δημοκρατική και αντιπροσωπευτική. Το μείγμα πολιτικής πρέπει να αλλάξει ώστε να αντιμετωπισθούν συντονισμένα οι μακροοικονομικές ανισορροπίες μεταξύ των κρατών –μελών και να προωθηθεί ενας βιώσιμος μετασχηματισμός της Ευρωπαικής οικονομίας με έμφαση στις επενδύσεις, την έρευνα και  την καινοτομία. Θα πρέπει να αναπτυχθούν εργαλεία και μηχανισμοί παρακολούθησης και έγκαιρης παρέμβασης για την αποφυγή κρίσεων υπερχρέωσης αλλά και για τη διαχείριση με εξυπηρετούμενων δανείων  τόσο στο εσωτερικό των κρατών –μελών όσο και για το σύνολο της Ευρωζώνης  . Να ολοκληρωθεί η τραπεζική ένωση και αναβαθμισθεί η ποιότητα εποπτείας των χρηματοπιστωτικών οργανισμών . Να ολοκληρωθεί η Ενωση των Κεφαλαιαγορών ώστε μικρομεσαίες Ευρωπαικές επιχειρήσεις να μπορούν να έχουν πρόσβαση σε κεφάλαια είτε είναι εγκαταστημένες στην Ελλάδα ή στη Γερμανία. Να διευκολυνθεί η απρόσκοπτη μετακίνηση εργαζομένων εντός της Ευρωζώνης και της ΕΕ και η ενοποίηση της αγοράς εργασίας με εναρμόνιση προσόντων και μεταφορά ασφαλιστικών δικαιωμάτων .

Η απάντηση κατά τη γνώμη μου δεν είναι η Ευρώπη πολλαπλών ταχυτήτων αλλά ο επανακαθορισμός   ενός  Οδικού Χάρτη για τις χώρες που βρίσκονται  στην ΟΝΕ έτσι ώστε  η νομισματική ένωση να

Καταστεί ταυτόχρονα και μια αποτελεσματική οικονομική ένωση προς όφελος των πολιτών της .

 

Βιβλιογραφικές Αναφορές

Ν. Μαραβέγιας και Δ. Κατσίκας , 2016, « Τα Οικονομικά της

Ευρωπαικής Ολοκλήρωσης» , κεφ. 7 στο Ν. Μαραβέγιας , Ευρωπαική Ενωση : Δημιουργία , Εξέλιξη , Προοπτικές , Εκδόσεις Κριτική , Αθήνα ,σελ. 149-189

P.B Kennen, 1969, “The Theory of Optimum Currency Areas : an

Eclectic View”στο R. Mundell and A. K. Swoboda, Monetary Problems of the International Economy , The University of Chicago Press, pp. 41-60, Chicago

  1. McKinnon, 1963, “ Optimum Currency Areas”, American

Economic Review, 53(4), 717-725

  1. Mundell, 1961 , A Theory of Optimal Currency Areas, American

Economic Review, 51(4),  pp. 657-665

 

About Author

Connect with Me:

Leave a Reply

  • Theme Settings