Παρουσίαση βιβλίου Γιάννη Βαβούρα «Οικονομική Πολιτική» Ιανός, 12.02.2020
Είναι με ιδιαίτερη χαρά που αποδέχθηκα την πρόσκληση του φίλου και συναδέλφου Γιάννη Βαβούρα να συμμετέχω στην παρουσίαση της τρίτης έκδοσης του βιβλίου του «Οικονομική Πολιτική».
Σύμφωνα με τον ορισμό του de Boissieu, με τον όρο οικονομική πολιτική εννοούμε το σύνολο των αποφάσεων (παρέμβασης ή εσκεμμένης αποχής από παρέμβαση) του κράτους και των οργανισμών που βρίσκονται σε εξάρτηση από αυτό, οι οποίες έχουν ως κύριο αντικείμενο τη ρύθμιση των συνθηκών παραγωγής, κατανομής ή χρησιμοποίησης πόρων.
Το βιβλίο αυτό εκπληρώνει ταυτόχρονα πολλαπλούς στόχους :
• αποτελεί ένα πολύτιμο διδακτικό εγχειρίδιο για την κατανόηση της έννοιας, των φορέων, των στόχων – βραχυχρόνιων ή μακροχρόνιων – και των μέσων άσκησης οικονομικής πολιτικής, κυριότερα των οποίων είναι ο έλεγχος του εξωτερικού εμπορίου και του συναλλάγματος, η φορολογική πολιτική, η πολιτική τιμών και εισοδημάτων, η νομισματική και πιστωτική πολιτική και η πολιτική δημοσίων δαπανών…
• αναλύει, με τη χρήση γνωστών θεωρητικών υποδειγμάτων, τις σχέσεις μεταξύ στόχων και μέσων καθώς και τους τρόπους με τους οποίους οι στόχοι και τα μέσα αναμένονται να προάγουν την κοινωνική ευημερία κάτω από υπάρχοντες περιορισμούς.
• διερευνά την έννοια και το πρόβλημα της «αποτελεσματικότητας» των μέσων της οικονομικής πολιτικής , τόσο ποσοτικής όσο και ποιοτικής, που απορρέει από τις θετικές ή αρνητικές επιπτώσεις των μέσων της οικονομικής πολιτικής σε διάφορες οικονομικές και κοινωνικές τάξεις και ομάδες.
• παρουσιάζει πτυχές ή και παρουσιαζόμενες εμπλοκές στη διαδικασία διαμόρφωσης και άσκησης της οικονομικής πολιτικής, με εστίαση στις χρονικές υστερήσεις, τον ρόλο της δημόσιας διοίκησης και της γραφειοκρατίας και την παραοικονομία, και εξετάζει τις επιπτώσεις της κάθε εμπλοκής στην αποτελεσματικότητα της οικονομικής πολιτικής.
• Αναδεικνύει τη σημασία της χρηστής διακυβέρνησης, δηλαδή της ικανότητας του κράτους να εξυπηρετεί τους πολίτες του, ικανότητας που προσδιορίζεται από τους θεσμούς, δηλαδή τυπικούς και άτυπους κανόνες που ισχύουν, τις παραδόσεις, τις διαδικασίες και τη συμπεριφορά των φορέων, μέσω των οποίων εκφράζονται τα συμφέροντα, γίνεται η διαχείριση των πόρων και ασκείται η εξουσία.
Με βάση αυτό το θεωρητικό οπλοστάσιο και με αναφορές στα Ελληνικά στοιχεία και εξελίξεις, ο συγγραφέας αναλύει, στο Β΄ μέρος του βιβλίου, 6 επιμέρους στόχους οικονομικής πολιτικής που περιλαμβάνουν τη σταθερότητα του επιπέδου των τιμών, την επίτευξη πλήρους απασχόλησης, τη βελτίωση του ισοζυγίου πληρωμών, την οικονομική μεγέθυνση, τη βελτίωση της διανομής εισοδήματος και τέλος τον περιορισμό των δημοσίων ελλειμμάτων και του χρέους.
Στο Τρίτο μέρος παρουσιάζεται η διαμόρφωση του κανονιστικού πλαισίου άσκησης νομισματικής, συναλλαγματικής και δημοσιονομικής πολιτικής στο πλαίσιο της ΟΝΕ καθώς και οι θεσμοί που διέπουν τη νέα οικονομική διακυβέρνηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τους μηχανισμούς χρηματοδοτικής της ενίσχυση.
Τέλος, στον Πρόλογο, τόσο της Β όσο και της Τρίτης Έκδοσης, ο Γιάννης παρουσιάζει τη δική του οπτική ματιά όσον αφορά στα αίτια της κρίσης χρέους της χώρας. Σύμφωνα με αυτή, η κρίση, έκφανση της οποίας αποτέλεσαν τα υψηλά δημοσιονομικά ελλείμματα και η διόγκωση του χρέους, αντανακλά «τη χρεοκοπία του υφιστάμενου συστήματος πολιτικοοικονομικών σχέσεων». Η χρεοκοπία ανάγεται κατά κύριο λόγο σύμφωνα με τον συγγραφέα, στις δομικές αδυναμίες του δημόσιου τομέα , στη σχετικά χαμηλή ποιότητα και ηθική της διακυβέρνησης, τον συνήθως οπορτουνιστικό τρόπο άσκησης της κυβερνητικής πολιτικής, την εκτεταμένη παραοικονομία και την εμπέδωση μιας προβληματικής πολιτικής κουλτούρας που διαποτίζει τον κοινωνικό ιστό. Κατά τον συγγραφέα, αν δεν μεταβληθεί η συμπεριφορά εντολέων και εντολοδόχων που επιτρέπει την διαιώνιση της παθολογίας στην άσκηση κυβερνητικής πολιτικής, τότε είναι πολύ πιθανόν να αντιμετωπίσουμε μια νέα κρίση στο μέλλον.
Συμπερασματικά, το βιβλίο αυτό είναι ένα εξαιρετικό εγχειρίδιο για φοιτητές που θέλουν να κατανοήσουν την όλη διαδικασία, αλλά και τους παράγοντες που επηρεάζουν την άσκηση οικονομικής πολιτικής. Είναι ταυτόχρονα ένα βιβλίο που προκαλεί τον κάθε πολίτη να σκεφθεί τα γενεσιουργά αίτια της πρόσφατης κρίσης και τις προϋποθέσεις για μια βιώσιμη έξοδο από αυτήν.
Με την ευκαιρία της σημερινής εκδήλωσης, θέλω να μοιραστώ μαζί σας κάποιους ευρύτερους προβληματισμούς γύρω από το θεωρητικό οπλοστάσιο που διαθέτουμε για την κατανόηση της διαδικασίας άσκησης οικονομικής πολιτικής, αλλά και για την χρήση του όσον αφορά στην ερμηνεία των οικονομικών εξελίξεων.
Τελικά, ποιος και πώς αποφασίζει για τη χάραξη πολιτικής ; Για ποιόν και με τι σκοπό; Ποια η σχέση στην πράξη μεταξύ μέτρων και οικονομικού αποτελέσματος; Πως μετράμε τα αποτελέσματα;
Φοβάμαι ότι τα υποδείγματα που χρησιμοποιούμε έχουν ξεπεραστεί … Επιτρέψτε μου να γίνω πιο συγκεκριμένη με αναφορά στο σχεδιασμό της πολιτικής, στη στοχοθεσία και στην υλοποίηση μέτρων και μεταρρυθμίσεων.
Α) Σχεδιασμός πολιτικής
Ο εντολοδόχος – διαμορφωτής πολιτικής -στα υποδείγματά μας εμφανίζεται ως ένας ορθολογικός παίκτης ο οποίος προάγει είτε ιδιωτικούς στόχους πχ. την πιθανότητα επανεκλογής του ή ακόμα την απόκτηση προσόδων από την άσκηση πολιτικής, είτε συλλογικούς σκοπούς όπως την σταθερότητα των τιμών ή την οικονομική μεγέθυνση κλπ που αναφέρονται στο εγχειρίδιο.
Ποιοι είναι όμως οι παράγοντες που επηρεάζουν τις επιλογές του; Ποιο ρόλο παίζει στην άσκηση πολιτικής το αξιακό υπόβαθρο, η συγκρότηση της προσωπικότητας, οι φιλοδοξίες και οι πρότερες εμπειρίες ενός Υπουργού η Πρωθυπουργού στην άσκηση πολιτικής και την επιλογή μέτρων; Από την δική μου εμπειρία έχω καταλήξει πολλές φορές στο συμπέρασμα ότι για να κατανοήσω συγκεκριμένες επιλογές θα έπρεπε να έχω σπουδάσει ψυχολογία.
Η απουσία της συμπεριφορικής διάστασης από την δεσπόζουσα διδακτική οικονομική, όπως η εισαγωγή ψυχολογικών παραγόντων, η παρέκκλιση από τη λήψη ορθολογικών αποφάσεων με συστημικό και προβλέψιμο τρόπο, οι προσωρινές παρορμήσεις που απομακρύνουν καταναλωτές η επενδυτές από μακροπρόθεσμους στόχους αποτελεί μεθοδολογική αδυναμία που δυσχεραίνει την κατανόηση της διαδικασίας λήψης αποφάσεων. Η θεωρία των Amos Tversky και Daniel Kahneman για τα δύο συστήματα του ανθρώπινου εγκεφάλου, του αυτόνομου συστήματος 1 που λειτουργεί αυτόνομα στη βάση πρότερων εμπειριών και προκαταλήψεων και του συστήματος 2 που επεξεργάζεται λογικά τις προσλαμβάνουσες πληροφορίες, θεωρία που χάρισε στον τελευταίο το Νόμπελ Οικονομικών το 2002, αμφισβήτησε ουσιαστικά το ορθολογικό μοντέλο λήψης αποφάσεων. Ανέδειξε τις επιδράσεις που ασκούν οι διαισθητικές εντυπώσεις στη συμπεριφορά μας, ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσης. Η αποστροφή πχ της απώλειας κεκτημένων οδηγεί σε διαφορετικές συμπεριφορές από τις αναμενόμενες. Αυτό ισχύει και για αυτούς που ασκούν πολιτική, δηλαδή τους εντολοδόχους, αλλά και για τους πολίτες, δηλαδή τους εντολείς. Πχ. κάτω από συνθήκες κρίσης, η μείωση του κατώτατου μισθού ή η κατάργηση των συλλογικών διαπραγματεύσεων που επιτείνουν την ανασφάλεια, είναι πιο πιθανό να επιφέρουν μείωση της παραγωγικότητας ,αύξηση της φοροδιαφυγής και αύξηση της ανεργίας, παρά βελτίωση της ανταγωνιστικότητας και διεύρυνση της απασχόλησης.
Πέρα από τη σημασία της συμπεριφορικής διάστασης στη λήψη αποφάσεων, ουσιαστικό ρόλο στη λήψη αποφάσεων παίζουν οι βαθμοί ελευθερίας ενός κράτους στην άσκηση πολιτικής. Αυτοί έχουν μειωθεί σημαντικά στη σημερινή αρρύθμιστη παγκοσμιοποιημένη οικονομία στην οποία δεσπόζουν ισχυροί θεσμικοί παίκτες, που άλλοτε ενεργούν ως εντολείς και άλλοτε ως εντολοδόχοι και ακόμα περισσότερο σε μια χώρα κράτος – μέλος της Ευρωζώνης, που λειτουργεί με βάση τους δικούς της κανόνες. Μπορεί πλέον μια κυβέρνηση να διαχειριστεί από μόνη της αποτελεσματικά τις διογκούμενες μεταναστευτικές η προσφυγικές ροές, τις αρνητικές επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, την αποφυγή φορολογίας μέσω καταθέσεων σε φορολογικούς παραδείσους, τις υποτιμολογήσεις ή υπερτιμολογήσεις στις ενδο-ομιλικές συναλλαγές η τις κερδοσκοπικές επιθέσεις διαχειριστών κεφαλαίων και των ίδιων των Τραπεζών στις αγορές ομολόγων η συναλλάγματος; Θα μπορούσαν τα κράτη –μέλη της Ευρωζώνης, το 2010, να αποδεχθούν την αναγκαία αναδιάρθρωση του Ελληνικού χρέους, όταν Γερμανικές και Γαλλικές Τράπεζες διακρατούσαν Ελληνικά ομόλογα αξίας 130 δις ευρώ; Η σχέση κράτους και αγορών, οι σχέσεις ισχύος και επιρροής μεταξύ διαμορφωτών πολιτικής και παραγόντων της αγοράς παίζουν πλέον καθοριστικό ρόλο.
Β) Στοχοθέτηση Πολιτικής
Οι στόχοι πολιτικής όπως έχουν προσδιοριστεί μεταπολεμικά, αναγκαστικά πρέπει να αλλάξουν… Σε μια ολοένα και περισσότερο παγκοσμιοποιημένη οικονομία, η μέτρηση του εθνικού ΑΕΠ καθίσταται προβληματική. Οι υπολογιστές Dell με έδρα το Round Rock Texas έχουν δίκτυο παραγωγής σε 34 χώρες στις ΗΠΑ, Ευρώπη, και στην Ασία. Άνω του 90% όλων των εξαρτημάτων παράγονται εκτός ΗΠΑ και μόνο η τελική συναρμολόγηση γίνεται στις ΗΠΑ. Σε ποιάς χώρας το ΑΕΠ θα πρέπει να κατατάξουμε την οικονομική αυτή δραστηριότητα και επομένως να επιδιώξουμε την οικονομική μεγέθυνση;
Οι πολιτικές και τα μέσα που χρησιμοποιούνται προσδιορίζονται από τους στόχους που θέτουμε και τις μετρήσεις που κάνουμε στη βάση δεικτών. Η χρήση του ΑΕΠ ως βασικός δείκτης αποτύπωσης του ρυθμού μεγέθυνσης μιας οικονομίας έχει καταστεί αναντίστοιχος και ακατάλληλος για την μέτρηση της ευημερίας μιας κοινωνίας που αποτελεί επιδίωξη κάθε δημοκρατικής πολιτείας. Παρά ταύτα εξακολουθεί να παραμένει ο βασικός δείκτης που όλοι χρησιμοποιούμε. Αν επικεντρωνόμαστε όμως μόνο στο ΑΕΠ και στον ρυθμό μεγέθυνσης του σχεδιάζουμε πολιτικές που λαμβάνουν υπόψη τους μόνο ένα στενά προσδιορισμένο οικονομικό αποτέλεσμα. Το υφιστάμενο ετήσιο δημοσιονομικό και μακροοικονομικό πλαίσιο εποπτείας της οικονομικής πολιτικής στην Ευρώπη, το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης, που έχει στον πυρήνα του τα κριτήρια του Μάαστριχτ, δηλαδή τον ρυθμό μεγέθυνσης του ΑΕΠ, το δημοσιονομικό έλλειμμα ως ποσοστό του ΑΕΠ και τον λόγο χρέους προς ΑΕΠ, είναι ήδη ξεπερασμένο και οδηγεί σε αστοχίες πολιτικής. Αν δυο κράτη έχουν το ίδιο δημοσιονομικό έλλειμμα σε σχέση με το εθνικό τους εισόδημα, είναι λογικό το μέγεθος της δημοσιονομικής προσαρμογής να είναι το ίδιο στο κράτος – μέλος που έχει υψηλό ποσοστό φτώχειας και διευρυμένη ανισότητα και στο άλλο που δεν έχει;
Όταν όλες οι Ευρωπαϊκές κυβερνήσεις έχουν δεσμευτεί να υλοποιήσουν μέχρι το 2030 τους στόχους βιώσιμης ανάπτυξης του ΟΗΕ, αυτό προϋποθέτει την θέσπιση ενός πολυετούς Συμφώνου Βιώσιμης Ανάπτυξης που θα προωθεί σε κάθε κράτος – μέλος οικονομικούς, κοινωνικούς και περιβαλλοντικούς στόχους που θα μετριούνται με αντίστοιχους οικονομικούς, κοινωνικούς και περιβαλλοντικούς δείκτες.
Επιπλέον, οι στόχοι της οικονομικής πολιτικής δεν μπορεί να μην λαμβάνουν υπόψη τα διαρθρωτικά χαρακτηριστικά μιας οικονομίας και το θεσμικό πλαίσιο το οποίο επηρεάζει καθοριστικά την οικονομική συμπεριφορά δημόσιων λειτουργών, επιχειρηματιών, επενδυτών και καταναλωτών. Η μείωση της ζήτησης πχ από την άσκηση περιοριστικών πολιτικών θα οδηγήσει σε μεγαλύτερη και πιο παρατεταμένη ύφεση σε μια οικονομία που χαρακτηρίζεται από πολύ μικρές επιχειρήσεις όπως η Ελληνική απ’ ότι στην Πορτογαλία ή στην Ιρλανδία, καθώς πολλές επιχειρήσεις θα αναγκαστούν να κλείσουν, αν δεν μπορούν να καλύψουν το σταθερό κόστος λειτουργίας τους. Σε μια τέτοια περίπτωση, η επανίδρυση τους και η παραγωγική επαναλειτουργία θα απαιτήσει χρόνο. Σε αντίθεση, ή ίδια πολιτική σε μια οικονομία στην οποία λειτουργούν μεγάλες επιχειρήσεις, θα οδηγήσει, κατά πάσα πιθανότητα, σε μείωση των κερδών και επιχειρησιακές στρατηγικές προσαρμογής που θα προκαλέσουν μικρότερη ύφεση και γρηγορότερη έξοδο από την κρίση.
Γ )Υλοποίηση Πολιτικών και Αποτελεσματικότητα
Στα θεωρητικά υποδείγματα που χρησιμοποιούμε στην οικονομική διδακτική, η λήψη μέτρων πολιτικής, ιδιαίτερα θεσμικών μέτρων συνδέεται σχεδόν αυτόματα με την επίτευξη αναμενόμενων αποτελεσμάτων. Η θεσμοθέτηση όμως μέτρων πολιτικής από μόνη της δεν παράγει πολλές φορές τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Η έκβαση εξαρτάται τόσο από τη λειτουργία της ίδιας της Κυβέρνησης, της δημόσιας διοίκησης, των ελεγκτικών αρχών, των ανεξάρτητων ρυθμιστικών αρχών και του συστήματος απονομής Δικαιοσύνης, δηλαδή της ποιότητας και διαφάνειας στο σύστημα διακυβέρνησης, όσο και από την συμπεριφορά των ίδιων των αποδεκτών της πολιτικής.
Ως προς το πρώτο σκέλος, ο τρόπος ερμηνείας και εφαρμογής της νομοθεσίας, η έκδοση ή μη των συνοδευτικών υπουργικών αποφάσεων, Προεδρικών Διαταγμάτων ή/και εφαρμοστικών εγκυκλίων, η ταχύτητα εφαρμογής των μέτρων από δημόσιους υπαλλήλους ή έκδοσης αποφάσεων από τα δικαστήρια, για να μην μιλήσουμε για χρονικές καθυστερήσεις ή και ηθελημένες εμπλοκές και πισωγυρίσματα αν υποκινηθούν αντιδράσεις ή ασκηθεί επιρροή σε ανώτερο επίπεδο, δημιουργούν μεγάλες αποκλίσεις μεταξύ αναμενόμενων και πραγματοποιούμενων αποτελεσμάτων.
Όσο δε δεν υπάρχει ένα Παρατηρητήριο παρακολούθησης και αξιολόγησης της όλης διαδικασίας άσκησης οικονομικής πολιτικής, τόσο οι αποκλίσεις μεταξύ στόχων και αποτελεσμάτων διευρύνονται.
Παράδειγμα: οι επιπτώσεις από μια μείωση φόρων στη συνολική ζήτηση θα εξαρτηθούν όχι μόνο από το ύψος του πολλαπλασιαστή φορολογίας αλλά από το είδος του φόρου που μειώνεται (πχ. φόρος εισοδήματος, ακινήτων, ΦΠΑ) σε συνδυασμό με το θεσμικό περιβάλλον που επικρατεί. Οι αρχικές συνθήκες σε κάθε αγορά, οι καθυστερήσεις και εμπλοκές στην ψήφιση του σχετικού νόμου, ο βαθμός ασάφειας των διατάξεων του, οι πιθανές αντιδράσεις και εμπλοκές στην υλοποίησή του από την δράση ομάδων πίεσης, η πιθανή μείωση ή αύξηση της κατανάλωσης, των επενδύσεων ή της εκροής κερδών και φοροαποφυγής θα επηρεάσουν καθοριστικά το αποτέλεσμα.
Όλοι οι πιο πάνω παράγοντες συνηγορούν στην ανάγκη διεπιστημονικής μελέτης και προσεκτικής ανάλυσης για την εξαγωγή συμπερασμάτων τόσο για τα αίτια της κρίσης όσο και τις δυσκολίες και εμπλοκές στη διαχείρισή της και τις προκλήσεις για οριστική έξοδο από αυτήν Στο βιβλίο μου με τίτλο «Δίνες και Ευθύνες: βιώματα και ερμηνείες στην εποχή των μνημονίων» (εκδόσεις Πατάκη) που θα παρουσιαστεί στις 16 Μαρτίου, μέσα από τις προσωπικές μου εμπειρίες και ερμηνείες, καταθέτω τις δικές μου απόψεις που ελπίζω να διευρύνουν τη γνωστική μας αντίληψη γύρω από την άσκηση της οικονομικής πολιτικής. Αν και συμφωνώ με την διαπίστωση του συγγραφέα σχετικά με την αρνητική συμβολή του πολιτικού συστήματος, των πολιτικοοικονομικών σχέσεων και του προβληματικού συστήματος διακυβέρνησης στις οικονομικές εξελίξεις, εν τούτοις η δική μου ανάγνωση εστιάζεται στην συντελεσθείσα παραγωγική αποσάθρωση, προϊόν της αναβολής του τεχνολογικού και οικονομικού μετασχηματισμού της παραγωγικής βάσης της χώρας, ενός έντονου καταναλωτισμού και συγκέντρωσης επενδύσεων κυρίως σε κατοικίες και κατασκευές καθώς και συγκεκριμένων ιδεολογημάτων, πιέσεων και επιλογών στην άσκηση οικονομικής πολιτικής.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Αν θέλουμε επομένως να προωθήσουμε πραγματικά βιώσιμες μεταρρυθμίσεις που προάγουν την ευημερία των πολιτών και όχι μόνο την αύξηση του εισοδήματος θα πρέπει να ξανασκεφθούμε σοβαρά την οικονομική πολιτική που σχεδιάζουμε και υλοποιούμε, τα μέτρα πολιτικής που επιλέγουμε, την αποτελεσματικότητά τους, τις αναδιανεμητικές τους επιπτώσεις και τα μακροχρόνια αποτελέσματα τα οποία παράγουν. Στη προσπάθεια αυτή θα πρέπει να λάβουμε υπόψη τις αξίες, τις πολιτικές επιλογές, τα διαρθρωτικά χαρακτηριστικά, τις συνθήκες που επικρατούν και την ανθρώπινη συμπεριφορά της κάθε κοινωνίας. Αυτό σημαίνει ότι η διδασκαλία των οικονομικών θα πρέπει να αλλάξει, ιδιαίτερα σε προ-πτυχιακό επίπεδο. Διευρύνοντας το πεδίο έρευνας και διδασκαλίας πέρα από τα κλειστά μας υποδείγματα, θέτοντας ανατρεπτικές ερωτήσεις που αναθεωρούν την οικονομική ορθοδοξία και εμπλουτίζουν τα υποδείγματά μας με στοιχεία άλλων επιστημών, μπορούμε πιστεύω να βελτιώσουμε τις εκτιμήσεις μας και να προωθήσουμε μια οικονομική πολιτική πιο συμβατή με τις αρχές της ευημερίας, της βιωσιμότητας, της κοινωνικής συνοχής και της δημοκρατίας.
Leave a Reply