ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΒΙΒΛΙΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΠΑΠΑΤΟΛΙΑ 1.11.2023
Παρέμβαση της Λούκας Κατσέλη στη παρουσίαση βιβλίου του Απόστολου Παπατόλια «Τεχνοκρατία και Δημοκρατία στη Σύγχρονη Διακυβέρνηση»
Αθήνα, Ιανός 01-11-2023
Είναι με μεγάλη χαρά που βρίσκομαι σήμερα, εδώ, στην παρουσίαση του βιβλίου του συναδέλφου, φίλου και συνοδοιπόρου στα κοινά Απόστολου Παπατόλια. Κάτοχος διδακτορικού Διπλώματος στο Δημόσιο Δίκαιο από το Πανεπιστήμιο Paris X Nanterre, συγγραφέας σημαντικών βιβλίων γύρω από το Σύνταγμα, το ρόλο του κράτους και τη λειτουργία της διοίκησης και ακαδημαϊκός δάσκαλος στο Δημόσιο Δίκαιο και τη Διοικητική Επιστήμη, ο Απόστολος είναι από τους λίγους συναδέλφους που έχει ταυτόχρονα πλούσια εμπειρία στην άσκηση δημόσιας πολιτικής και στη διακυβέρνηση. Διετέλεσε Νομάρχης Μαγνησίας (2006-2010), Γενικός Γραμματέας Περιφερειών Ελλάδος ( 2011-2014), Σύμβουλος του ΑΣΕΠ, (2016-2022) και Πρόεδρος του Ειδικού Συμβουλίου Επιλογής Προισταμένων στο Δημόσιο (2017-2019).
Δεν είναι τυχαίο επομένως ότι το πόνημα που έχουμε στα χέρια μας αποτελεί ενα σημαντικό εγχειρίδιο τόσο γύρω απο τις θεωρητικές και αξιακές βάσεις της διοίκησης και την διαχρονική τους εξέλιξη όσο και γύρω απο τα χαρακτηριστικά της Ελληνικής δημόσιας πολιτικής και διακυβέρνησης, όπως αυτή ασκήθηκε τα τελευταία χρόνια στο πλαίσιο του Επιτελικού Κράτους, των νέων μορφών κρατικού παρεμβατισμού και της λειτουργίας του ΑΣΕΠ.
Πριν επικεντρώσω τα σχόλιά μου στη σχέση Τεχνοκρατίας, Δημόσιας Πολιτικής και Δημοκρατίας , επιτρέψτε μου να τονίσω την συμβολή της σειράς «Δημόσια Πολιτική και Θεσμοί» των εκδόσεων Παπαζήση στο δημόσιο διάλογο. Η σειρά αποτελεί και το εκδοτικό σκέλος της πλούσιας δραστηριότητας του Κέντρου Ανάλυσης Δημόσιας Πολιτικής και Θεσμών του Τμήματος Διεθνών, Ευρωπαικών και Περιφερειακών Σπουδών του Παντείου Πανεπιστημίου.
Στη χώρα μας σπάνια αποτελεί αντικείμενο δημόσιου διαλόγου η ανάλυση και αξιολόγηση των τρόπων δια των οποίων συγκροτούνται, τεκμηριώνονται , εκτελούνται και αξιολογούνται οι πολιτικο -διοικητικές επιλογές αλλά και του ρόλου που παίζουν εξωθεσμικοί παράγοντες, ομάδες συμφερόντων αλλά και κοινωνικές συλλογικότητες στη λήψη και εκτέλεση αποφάσεων. Δεν υπάρχει καν αντίστοιχη διάκριση όπως στην Αγγλική γλώσσα μεταξύ των όρων Politics και Policy. Θεωρούμε οτι αρκεί να νομοθετηθεί ένα μέτρο για να παράξει αποτέλεσμα. Το πώς και γιατί επιλέχθηκε το μέτρο αυτό, ποιοι ενεπλάκησαν στην επιλογή του, τί εναλλακτικές προτάσεις είχαν παρουσιασθεί και πόσο συμμετοχική και συμπεριληπτική ήταν η διαδικασία επιλογής δεν εξετάζεται σχεδόν ποτέ.
Το ίδιο άγνωστη τόσο για το ευρύ κοινό όσο και για τους ειδικούς παραμένει η διαδικασία υλοποίησης και οι δυσκολίες και εμπλοκές στην εφαρμογή μέτρων δημόσιας πολιτικής και μεταρρυθμίσεων. Ποιά απο τα μέτρα που νομοθετούνται στη Βουλή έχουν υλοποιηθεί; Για την μη υλοποίηση ενός μέτρου ή για τις μεγάλες καθυστερήσεις στην εκτέλεσή του τί και ποιος φταίει; Φταίει η πληθώρα των Υπουργικών αποφάσεων που εκκρεμούν; οι αδυναμίες της δημόσιας διοίκησης; η εμπλοκή διαφορετικών φορέων με επικάλυψη αρμοδιοτήτων; η δράση ενδιαφερομένων που αναστέλλουν ή επισπεύδουν την εκτέλεση των αποφάσεων σύμφωνα με τις δικές τους επιδιώξεις; ή οι καθυστερήσεις στις δικαστικές αποφάσεις μετά από προσφυγές; Για τα ερωτήματα αυτά σπάνια υπάρχουν απαντήσεις ακόμα και απο τους αρμόδιους Υπουργούς ή τα στελέχη της διοίκησης.
- Οσο δεν υπάρχει ρυθμιστικό και διοικητικό πλαίσιο για την παρακολούθηση και αξιολόγηση των επιλογών που γίνονται , των διαδικασιών που ακολουθούνται για την παραγωγή και την υλοποίηση πολιτικών ,αλλα και των αποτελεσμάτων που παράγονται κατα την άσκηση της δημόσιας πολιτικής, τόσο η ποιότητα και αποτελεσματικότητα της διακυβέρνησης θα χειροτερεύει. Όσο υπάρχει αδιαφάνεια και απουσία λογοδοσίας στην άσκηση δημόσιας πολιτικής, τόσο θα διευρύνεται το έλλειμμα εμπιστοσύνης των πολιτών προς το πολιτικό σύστημα και τους δημοκρατικούς θεσμούς.
H εκδοτική αυτή σειρά όπως και το συνολικό έργο του Κέντρου Ανάλυσης Δημόσιας Πολιτικής και Θεσμών αποτελούν επομένως ανεκτίμητη συνεισφορά για την κατανόηση των αποτελεσμάτων, της αποτελεσματικότητας αλλά και των στρεβλώσεων που παράγονται στην άσκηση δημόσιας πολιτικής και επηρεάζουν αποφασιστικά την ποιότητα διακυβέρνησης και την ποιότητα της δημοκρατίας.
Στο πλαίσιο αυτό, το βιβλίο του ΑΠ έρχεται να φωτήσει μεταξύ άλλων μια σημαντική και επίκαιρη διάσταση στην άσκηση δημόσιας πολιτικής και διακυβέρνησης. Αναδεικνύει, αναλύει και αξιολογεί τον ρόλο και την προστιθέμενη αξία της τεχνοκρατίας, των « ειδικών του κυβερνάν» στη λήψη αποφάσεων σε αντιδιαστολή με ευρύτερες, συμμετοχικές διαδικασίες που αποσκοπούν σε ποιό συναινετικά αποτελέσματα στη διαμόρφωση των τελικών αποφάσεων.
Η ενσωμάτωση της γνώσης στον σχεδιασμό και στην υλοποίηση μέτρων πολιτικής και η τεκμηρίωση των αποφάσεων σε επιστημονικά δεδομένα και σύγχρονες μεθόδους διοίκησης και διαχείρισης, θεωρείται πλέον επιβεβλημένη . Το ερώτημα που τίθεται και θέτει ο συγγραφέας είναι το ακόλουθο: ποιά είναι τα όρια του τεχνοκρατισμού; πως διασφαλίζεται η δημοκρατική συμμετοχή των κοινωνικών φορέων και των πολιτών στη λήψη αποφάσεων; προάγεται η δημοκρατία όταν οι αποφάσεις λαμβάνονται απο ενα κλειστό κύκλωμα πολιτικών εντολοδόχων, πλαισιωμένων απο ενα δίκτυο ειδικών χωρίς επαρκή διαβούλευση και παρουσίαση εναλλακτικών επιλογών;
Η Ελληνική εμπειρία είναι χαρακτηριστική. Τη δεκαετία του 1980, την πρώτη τετραετία διακυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ, μιλούσαμε για Δημοκρατικό Προγραμματισμό. Το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδυσεων 1983-1987 οριστικοποιήθηκε μετά απο σειρά λαικών συνελεύσεων και πολύμηνης διαβούλευσης με φορείς σ’ όλη την Ελλάδα. Απο τον Αμβρακικό μέχρι τη Θράκη, το Πρόγραμμα έγινε κτήμα μιας ευρύτατης πλειοψηφίας πολιτών που αισθάνθηκαν ότι εξέφρασαν τις προτιμήσεις τους και η φωνή τους, έστω και περιορισμένα, ακούσθηκε.
Σήμερα, η διαδικασία λήψης αποφάσεων γίνεται ολοένα και περισσότερο πρωθυπουργοκεντρική, με περιορισμένη αυτονομία ακόμα και των Υπουργών, υποβάθμιση των συλλογικών οργάνων της κυβερνητικής εξουσίας και προσχηματική συμμετοχή της Αυτοδιοίκησης και των κοινωνικών φορέων. Η σταδιακή εδραίωση ενός Επιτελικού Κράτους , ενός πρωθυπουργοκεντρικού δηλαδή Κέντρου Διακυβέρνησης έχει ενισχυθεί με την παράλληλη δημιουργία ενος δικτύου τεχνοκρατών και την ανάδειξη της τεχνοκρατίας ως κυρίαρχου νομιμοποιητικού παράγοντα στην άσκηση δημόσιας πολιτικής και στη διακυβέρνηση.
Η σχέση τεχνοκρατίας, διακυβέρνησης και δημοκρατίας απασχολεί τελευταία, ολοένα και περισσότερο, αναλυτές και διαμορφωτές της σύγχρονης πολιτικής διακυβέρνησης.
2. Ολοένα περισσότερες Κυβερνήσεις, και όχι μόνο δεξιάς απόκλισης, επικαλούνται την τεχνοκρατία και τη γνώμη «ειδικών» ως κυρίαρχη δικαιολογητική βάση για την επιλογή συγκεκριμένων πολιτικών επιλογών.
Η πρακτική αυτή έχει ενισχυθεί επικίνδυνα τις τελευταίες δεκαετίες ως αποτέλεσμα της σταδιακής αποδυνάμωσης του ρόλου του κράτους και των δημοκρατικών θεσμών, στο πλαίσιο της άναρχης παγκοσμιοποίησης, της θεαματικής αύξησης της οικονομικής ισχύος μεγάλων πολυεθνικών ομίλων και της επιρροής που αυτοί ασκούν τόσο στην άσκηση πολιτικής σε εθνικό και υπερεθνικό επίπεδο όσο και στα καταναλωτικά και πολιτισμικά πρότυπα της παγκόσμιας κοινότητας, μέσω των μέσων κοινωνικής δικτύωσης.
Συμφωνα με τα πορίσματα πρόσφατης έρευνας, 147 πολυεθνικοί όμιλοι διαχειρίζονται το 40% του παγκόσμιου ιδιωτικού πλούτου. Εκατομμύρια ξοδεύονται από τους ισχυρούς πολυεθνικούς ομίλους για lobbying – τόσο στις Βρυξέλλες όσο και σε εθνικό επίπεδο-ή σε διαφημιστικές καμπάνιες στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. (Bayer 6 500 000 ; Apple 6 500 000 ευρώ για lobbying στην ΕΕ) Η έλλειψη κανόνων ρύθμισης και εποπτείας της δράσης τους έχει παράξει εκτεταμένη αβεβαιότητα, αλλά και αλλεπάλληλες παγκόσμιες κρίσεις.
Οι βαθμοί ελευθερίας των εθνικών κυβερνήσεων να αποτρέψουν αλλά και να διαχειριστούν αποτελεσματικά αυτές τις κρίσεις έχουν μειωθεί σημαντικά. Σύμφωνα με τον συγγραφέα ,ως αντιστάθμισμα καθίσταται πλέον έκδηλη «η αναζήτηση ενος ισχυρού και σταθερού Κέντρου Διακυβέρνησης ικανού ν’ ανταποκριθεί στα σύνθετα καθήκοντα που επιβάλλουν οι παγκοσμιοποιημένες αγορές, ο διεθνής ανταγωνισμός και οι υπερεθνικές διευθετήσεις σε ένα περιβάλλον γενικευμένης δημοσιονομικής κρίσης» (σελ 93).
3. Με άλλα λόγια, η προιούσα αποδυνάμωση του εθνικού κράτους, η ποδηγέτηση των κέντρων λήψης αποφάσεων απο ιδιωτικά συμφέροντα και ισχυρούς εξωθεσμικούς παράγοντες και η χειραγώγηση των καταναλωτών που συντελείται μέσω των μέσων κοινωνικής δικτύωσης έχουν εντείνει τον υπερσυγκεντρωτισμό και τον τεχνοκρατισμό στην άσκηση δημόσιας πολιτικής και στη διακυβέρνηση.
Αποτέλεσμα αυτών των διεργασιών είναι συγκεκριμένα μέτρα και πολιτικές να παρουσιάζονται ως οι μόνες ρεαλιστικές και ενδεδειγμένες ενώ αποσιωπάται η ύπαρξη εναλλακτικών επιλογών.
Επιτρέψτε μου να δώσω ένα πρόσφατο παράδειγμα.
Ο ρόλος της Επιτροπής Επιστημόνων και η διάδραση των επιστημόνων με την πολιτική ηγεσία στην άσκηση υγειονομικής πολιτικής για την αντιμετώπιση της υγειονομικής κρίσης αποτέλεσε και αποτελεί πεδίο έντονης αμφισβήτησης όχι μόνο στη χώρα μας αλλά και διεθνώς. Μια πολύ γνωστή Αγγλίδα επιδημιολόγος μου εξομολογήθηκε ότι, όπως το 2009 και το 2010 οι Ευρωπαϊκοί θεσμοί επέλεξαν να ακολουθήσουν τα κελεύσματα της Ευρωπαϊκής οικονομικής ορθοδοξίας για την διαχείριση της χρηματοπιστωτικής κρίσης προς όφελος των Τραπεζών, έτσι, στην περίπτωση της υγειονομικής κρίσης, επέλεξαν να ακολουθήσουν τις προτάσεις της κυρίαρχης επιδημιολογικής ορθοδοξίας, προς όφελος των μεγάλων φαρμακευτικών και τεχνολογικών κολοσσών.
4. Ποιός είναι τώρα ο ρόλος και η ευθύνη των ίδιων των τεχνοκρατών η ειδικών;
Οταν οι εντολοδόχοι – κυβερνήσεις , κόμματα ή δημόσιοι φορείς- επιλέγουν να ακολουθήσουν συγκεντρωτικές, αντιδημοκρατικές και συχνά αδιαφανείς πρακτικές συχνά επικαλούνται τη γνώμη των «ειδικών» ως δικαιολογητική βάση. Γύρω από κόμματα και Κυβερνήσεις δημιουργούνται έτσι δίκτυα εμπειρογνωμόνων που αναλαμβάνουν τον ρόλο των νομιμοποιητών της εκάστοτε πολιτικής επιλογής έναντι ανταλλαγμάτων.
Η Αnne Applebaum στο βιβλίο της «Το Λυκόφως της Δημοκρατίας: Η Σαγήνη του Απολυταρχισμού» (εκδ Αλεξάνδρεια,2022) αναδεικνύει τον υπόγειο ρόλο των στρατευμένων ειδικών και δημοσιογράφων στην υιοθέτηση αυταρχικών μεθόδων και πολιτικών απο την κυβερνηση της Πολωνίας και της Ουγγαρίας. Γράφει: «Τα πολιτικά κινήματα που προκαλούν πόλωση στην Ευρώπη του 21ου αιώνα… θέλουν τους γραφιάδες τους για να τα υπερασπίζονται… οι περισσότεροι απο αυτούς δεν κάνουν προπαγάνδα που έρχεται σε σύγκρουση με την καθημερινή πραγματικότητα. Εντούτοις όλοι τους εξαρτώνται αν όχι απο ενα Μεγάλο Ψέμα, απο ένα Μεσαίου Μεγέθους Ψέμα… ενθαρρύνουν τους οπαδούς τους να συμμετέχουν σε μια εναλλακτική πραγματικότητα που έχει διαμορφωθεί προσεκτικά με τη βοήθεια των σύγχρονων τεχνικών του marketing, του κατακερματισμού του κοινού και των εκστρατειών στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης» (σελ 47).
Αντίστοιχα, η Janine Wedel, στο βιβλίο της Shadow Elite (Basic Books 2009) αναδεικνύει και τεκμηριώνει με συγκλονιστικά παραδείγματα απο την Ρωσία, το Ηνωμένο Βασίλειο και τις ΗΠΑ την ισχύ που έχουν αποκτήσει τις τελευταίες δεκαετίες δίκτυα «εξωθεσμικών διαχειριστών εξουσίας» (power brokers) οι οποίοι στο όνομα της τεχνογνωσίας έχουν ιδιωτικοποιήσει την πληροφόρηση, ποδηγετήσει την δημόσια σφαίρα, ευνουχήσει το κράτος και κατευθύνει την άσκηση δημόσιας πολιτικής προς όφελος ιδιωτικών επιδιώξεων.
Οσον αφορά στην Ελλάδα,το βιβλίο του Ν Σουλιώτη με τίτλο «Οικονομολόγοι Τεχνοκράτες στην Ελληνική Πολιτική Σκηνή», αναδεικνύει την επίδραση της ονομαζόμενης «πολιτικής της ειδημοσύνης» στην άσκηση οικονομικής πολιτικής τις τελευταίες δεκαετίες. Σύμφωνα με τον συγγραφέα η «πολιτική της ειδημοσύνης» τροφοδοτούμενη από διεθνείς επιστημονικές και τεχνολογικές εξελίξεις εργαλειοποιήθηκε ως μέσο στήριξης συγκεκριμένων πολιτικών επιλογών και διαχείρισης πολιτικών κρίσεων. Η μονομερής «επιστημονική ή τεχνοκρατική θεμελίωση»χρησιμοποιήθηκε τόσο κατα τη διάρκεια της χρηματοπιστωτικής κρίσης όσο και της υγειονομικής ως αιτιολογική βάση για την υπεράσπιση της λογικής του μονόδρομου στη λήψη σημαντικών αποφάσεων με αποτέλεσμα την υπονόμευση της δημοκρατικής και ανοικτής διαβούλευσης αλλά και της αποτελεσματικότητας των ίδιων των μέτρων και πολιτικών που υιοθετήθηκαν.
Ο Αποστολος Παπατόλιας στο βιβλίο του αναδεικνύει τους κινδύνους απο την σταδιακή επικράτηση ενος συγκεντρωτικού μοντέλου διακυβέρνησης και στην Ελλάδα το οποίο, χωρίς να αντιμετωπίζει το οξυμένο έλλειμμα σχεδιασμού και συντονισμού των πολιτικών, συνδυάζεται με μη δημοκρατικές πρακτικές όπως η προσωποπαγής διακυβέρνηση και η απουσία εσωκομματικής δημοκρατίας και κοινωνικής λογοδοσίας.
Χρησιμοποιεί, ως χαρακτηριστικό παράδειγμα ,τις δημόσιες πολιτικές και πρακτικές για την επιλογή διοικητικών ηγεσιών που αποτελούν πεδίο θεσμικών αντιφάσεων στο σύγχρονο Ελληνικό περιβάλλον. Παρά τη λειτουργία ενος θεσμού με τεχνοκρατική κατα βάση συγκροτηση, όπως το ΑΣΕΠ, οι μέθοδοι «αξιοκρατικής αποπολιτικοποίησης» όπως εφαρμόζονται καταλήγουν να προάγουν τον πελατειακό χαρακτήρα του πολιτικού υπο συστήματος και τον ασφυκτικό έλεγχο του διοικητικού υποσυστήματος.
Τονίζει την αναγκη συνεχούς αναδιαπραγμάτευσης και συνάρθρωσης μεταξύ τεχνοκρατικής και συμμετοχικής διάστασης της διακυβέρνησης ιδιαίτερα σε εποχή αλεπάλληλων κρίσεων. Σύμφωνα με τον συγγραφέα, στην σύγχρονη «εποχή της διακινδύνευσης», οι έννοιες της δημόσιας ασφάλειας και της κρατικής παρέμβασης ανανοηματοδοτούνται ενώ ο παραδοσιακός παρεμβατισμός για την αντιμετώπιση των αρνητικών συνεπειών μιας κρίσης σταδιακά μετατοπίζεται στην ανάγκη πρόληψης και αποτελεσματικής διαχείρισης της κρίσης. Διαμορφώνονται έτσι νέες απαιτήσεις για μια αποτελεσματική «επιτελική διακυβέρνηση» που θα βασίζεται όχι μόνο στην ενίσχυση ενός Κεντρου Διακυβέρνησης και των γνωστών Ευρωπαικών πρακτικών Πολυεπίπεδης Διακυβέρνησης, αλλά στην ευαισθητοποίηση, κινητοποίηση και συμμετοχή τοπικών συλλογικοτήτων και της ευρύτερης κοινωνίας των πολιτών.
Δεδομένου του κινδύνου υπονόμευσης της δημοκρατίας και επειδή η διαλεκτική μεταξύ δημοκρατικής και τεχνοκρατικής διάστασης της διακυβέρνησης διέπεται από ιδεολογικές και πολιτικές προτιμήσεις, καταλήγει ότι επιβάλλεται να επιχειρηθεί μια νέα σύνθεση μεταξύ μιας προοδευτικής, συμμετοχικής διακυβέρνησης και μιας επαρκώς τεκμηριωμένης διακυβέρνησης. Σύμφωνα με τον συγγραφέα θα πρέπει να αναδεικνύονται τα εγγενή όρια της τεκμηρίωσης, να φωτίζονται οι όροι διαμόρφωσης των πολιτικών και να παρουσιάζονται οι εναλλακτικές πολιτικές και η διασύνδεσή τους με κομβικές ηθικοπολιτικές και ιδεολογικές επιλογές. Μόνο αν εδραιωθεί ενα πλαίσιο πιο δημοκρατικής -συναινετικής συμπαραγωγής πολιτικών σε συνδυασμό με επαρκώς τεκμηριωμένες πολιτικές που βασίζονται στην εφαρμοσμένη γνώση και εμπειρία, τότε η δημόσια πολιτική θα μπορέσει να γίνει πιο αποτελεσματική και πιο δημοκρατική.
Συμφωνώντας με τον συγγραφέα θα κατέληγα στα εξής:
Α) Κάτω από τις σημερινές συνθήκες, η στήριξη θεσμών και διαδικασιών δημοκρατικής διακυβέρνησης σε τοπικό, εθνικό και υπερεθνικό επίπεδο αποτελεί επιτακτική ανάγκη. Η μετάθεση πολιτικής εξουσίας σε υπερεθνικά κέντρα η σε ειδικούς και τεχνοκράτες, η εμπορευματοποίηση πολλών δημόσιων αγαθών και υπηρεσιών και η παράλληλη ενίσχυση διεθνών δικτύων ειδημοσύνης έχουν εξασθενήσει τη διαφάνεια στη λήψη αποφάσεων με αποτέλεσμα την υπονόμευση της ίδιας της δημοκρατίας.
Β) Η ενίσχυση της διαφάνειας και λογοδοσίας στη λήψη αποφάσεων και στην υλοποίηση τους, η προαγωγή της ανοικτής συμμετοχικής διαβούλευσης και η παρακολούθηση και αξιολόγηση αποτελεσμάτων αποτελούν προτεραιότητες αν δεν θέλουμε να διευρυνθεί ακόμα περισσότερο το έλλειμμα εμπιστοσύνης στο πολιτικό σύστημα, η αποπολιτικοποίηση, η αποχή, η εδραίωση μιας επίπλαστης «εικονιστικής δημοκρατίας». Θεσμοί όπως ο Δημοκρατικός Προγραμματισμός, η Διαύγεια, το open gov, το ΑΣΕΠ, οι Ανεξάρτητες Αρχές θα πρέπει να αναμορφωθούν και ενισχυθούν όπου χρειάζεται ώστε να αποτελέσουν πυλώνες μιας χρηστής δημοκρατικής διακυβέρνησης. Στο πλαίσιο αυτό επιβάλλεται να θεσμοθετηθεί ένα ανεξάρτητο Παρατηρητήριο Παρακολούθησης και Αξιολόγησης που θα παρακολουθεί και θα αξιολογεί την εφαρμογή και τα αποτελέσματα των Δημόσιων Πολιτικών. Το υπάρχον Κέντρο Ανάλυσης Δημόσιας Πολιτικής και Θεσμών θα μπορούσε να αναλάβει αυτό το έργο.
Γ) Η διάχυση ευθύνης ανάμεσα σε πολλαπλά κέντρα εξουσίας και η αποδυνάμωση της δημοκρατικής λογοδοσίας στο όνομα της τεχνοκρατικοποίησης της πολιτικής είναι επικίνδυνη για τη δημοκρατία. Η τεχνοκρατικοποίηση οδηγεί μαθηματικά σε κρίση εμπιστοσύνης του πολίτη τόσο ως προς το πολιτικό σύστημα και τους δημοκρατικούς θεσμούς όσο και προς την ίδια την εγκυρότητα των επιστημονικών θέσεων και απόψεων που διατυπώνονται. Η ευθύνη των ίδιων των τεχνοκρατών είναι μεγάλη. Καθώς πολλές φορές οι επιστημονικές τοποθετήσεις διαφέρουν ή/και επηρεάζονται από ιδεολογικές και πολιτικές προτιμήσεις ή και προσωπικές επιδιώξεις είναι απαραίτητο να ενισχυθεί ο ανοικτός επιστημονικός διάλογος και η αντιπαράθεση ιδεών με συστηματικό και αξιόπιστο τρόπο. Ο ρόλος των Πανεπιστημίων, των Κέντρων Έρευνας, των Τhink Tanks είναι καθοριστικός.
Δ) Κλείνω λέγοντας το αυτονόητο: ότι τελικά τα πάντα κρίνονται από τους ανθρώπους που εμπλέκονται στα κοινά: την προσωπικότητά τους, την ανατροφή τους , τις δεξιότητες τους ,τις εμπειρίες τους και πάνω απ’ όλα το αξιακό τους υπόβαθρο. Η Πολιτική είναι λειτούργημα δεν είναι επάγγελμα. Για να στηριχθεί η δημοκρατία θα πρέπει να ενισχυθεί παράλληλα η διαπαιδαγώγηση του πολίτη και ν’ αναδειχθούν δημοκρατικά πρότυπα διακυβέρνησης τόσο μέσα από το εκπαιδευτικό σύστημα όσο και από τα μέσα μαζικής επικοινωνίας και κοινωνικής δικτύωσης. Να εμπεδωθεί μια κουλτούρα ευθύνης του πολίτη και όχι μόνο δικαιωμάτων. Ευθύνη να επιλέξει, ως ύψιστος εντολέας, με αξιοκρατικά κριτήρια τους εντολοδόχους του, να διεκδικήσει τη συμμετοχή του στη διαδικασία λήψης αποφάσεων και την αξιόπιστη ενημέρωσή του, να παρακολουθήσει την εφαρμογή των μέτρων πολιτικής, να απαιτήσει την αντικειμενική αξιολόγηση αποτελεσμάτων…
Θα πρέπει με λίγα λόγια ν αποφασίσουμε ν΄αλλάξουμε. Να γκρεμίσουμε αυτά που υπονομεύουν ύπουλα την συλλογική δράση, την ισονομία, το κράτος δικαίου, την βιώσιμη ανάπτυξη, τη δημοκρατία και να χτίσουμε μια πιο ανθεκτική, διαφανή, χρηστή και αποτελεσματική διακυβέρνηση… Αλλά, όπως γράφει ο Παλαμάς:
«Ακούστε. Εγώ είμαι ο γκρεμιστής, γιατί είμαι εγώ και ο χτίστης… Και θέλει και το γκρέμισμα νού και καρδιά και χέρι».
Leave a Reply