
ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΒΙΒΛΙΟΥ Γ. ΛΑΚΟΠΟΥΛΟΥ «Του μιλάνε τα κύματα»
Ο Μark Twain έγραφε κάπου:
«Οι βιογραφίες είναι σαν τα ρούχα και τα κουμπιά ενός ανθρώπου- η βιογραφία του ίδιου του ανθρώπου δεν μπορεί να γραφεί»
Πόσο μάλλον η βιογραφία μιας προσωπικότητας τόσο πληθωρικής και σύνθετης όπως του Ανδρέα Παπανδρέου που επηρέασε την οικονομική σκέψη , σημάδεψε τη νεότερη πολιτική ιστορία της Ελλάδας και επηρέασε βαθύτατα και θα έλεγα γοήτευσε όλους όσους είχαν την ευκαιρία να τον γνωρίσουν από κοντά.
Ο Γιώργος Λακόπουλος θέλησε να αναζητήσει, όπως γράφει, τον Ανδρέα πριν μπεί στην πολιτική μέσα από τις μαρτυρίες φίλων, όπως του Διαμαντή Πεπελάση ή και συγγενών και γνωστών κυρίως Ελλήνων.
Παραθέτει επιλεκτικά κάποια γεγονότα ξεκινώντας το βιβλίο το 1955, όταν έγινε η πρώτη συνάντηση του Ανδρέα με τον Διαμαντή, ενώ η τελευταία πράξη παίζεται το 1964 ,όταν ο Ανδρέας αποφασίζει να κατέβει στις εκλογές και να ξεκινήσει την πολιτική του σταδιοδρομία.
Στις 200 περίπου σελίδες του βιβλίου, ο συγγραφέας ανατρέχει σύντομα στο παρελθόν του Ανδρέα από τα μαθητικά του χρόνια στο Κολλέγιο Αθηνών όπου τον Οκτώβρη του 1934 έβγαζε το Ξεκίνημα, ένα μηνιαίο περιοδικό του Σοσιαλιστικού Μαθητικού Συλλόγου μαζί με τον Πάρι Κωνσταντινίδη . Ήταν τότε που αναστατώθηκε η καλή αθηναϊκή κοινωνία με το άρθρο του Ανδρέα για την «οικονομική σχέση των τάξεων» και ανάγκη για «επανάσταση της εργατιάς». Τον παρακολουθεί λίγο αργότερα στο Πειραματικό όπου εκδίδει το περιοδικό Σπίθα.
Ανατρέχει σύντομα στη σύλληψή του το 1936, την πρώτη ημέρα της εγκαθίδρυσης της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου, όταν έσκισε μια ανακοίνωση σχετική με την ανατροπή του -δημοκρατικού καθεστώτος- αλλά και στα χρόνια της Νομικής και τη διασύνδεσή του με τους τότε τροτσκιστές που τον οδήγησε στη δεύτερη σύλληψη του το 1939. Ήταν τότε που ξυλοκοπήθηκε στην ασφάλεια και του εξάρθρωσαν το σαγόνι.
Η σύλληψή του αυτή στάθηκε αιτία να κατηγορηθεί από τον Καστοριάδη και άλλους για την με την ομολογία του και κατά πάσα πιθανότητα αποτελεί την βαθύτερη αιτία για την οποία αποφασίζει, ένα σχεδόν χρόνο μετά την αποφυλάκισή του, να επιβιβαστεί στο πλοίο για την Αμερική ,στις 28 Μαΐου 1940, σε ηλικία μόλις 21 ετών .
Τα επόμενα 20 χρόνια ανεβαίνει σταθερά την Αμερικανική ακαδημαϊκή ιεραρχία. Αρχικά στη Βοστώνη , στο Χάρβαρντ, όπου παντρεμένος με την Ελένη Ρασιά, τελειώνει τη διδακτορική του διατριβή και γίνεται υφηγητής. Ο πόλεμος τον βρίσκει ως τεχνικό σύμβουλο σε κάποιες Ελληνικές αντιπροσωπείες.
Υπηρετεί στο Αμερικανικό Ναυτικό μεταξύ 1944-46. Μετά στο Michigan και στην Μινεσότα ως επίκουρος καθηγητής ήδη από το 1947 μέχρι το 1955, όταν με τη Μαργαρίτα, με την οποία παντρεύονται το 1951, μετακομίζουν στο Berkeley. Διδάσκει και αναλαμβάνει την αναδιοργάνωση του Οικονομικού τμήματος προσελκύοντας νέους καθηγητές, αναμορφώνοντας το πρόγραμμα σπουδών και συμβάλλοντας, με το ερευνητικό και συγγραφικό του έργο, στην οικονομική επιστήμη.
Με τις σημαντικές πρωτότυπες δημοσιεύσεις του σε γνωστά επιστημονικά περιοδικά γύρω από τη λειτουργία των αγορών, την ισχύ των μεγάλων επιχειρήσεων σ΄αυτές και την αναγκαιότητα αντιμονοπωλιακών ρυθμίσεων αναδεικνύει κρυφές πτυχές στη λειτουργία των επιχειρήσεων, ποσοτικοποιεί την δεσπόζουσα θέση μιας επιχείρησης στην αγορά και προτείνει πολιτικές για βελτίωση του ανταγωνισμού.
Θέματα που σήμερα είναι ιδιαίτερα επίκαιρα και άκρως πολιτικά ,καθώς η συγκέντρωση και η οικονομική δύναμη των μεγάλων επιχειρήσεων αυξάνεται ραγδαία και οι εθνικές πολιτικές ανταγωνισμού αδυνατούν να προστατεύσουν τον καταναλωτή από την εντεινόμενη κερδοσκοπία και την ασυδοσία των καρτέλ.
Είναι αλήθεια ότι ο ίδιος δεν κάνει πολιτικές συζητήσεις με κανένα και δεν υπάρχει καμιά αναφορά για τις πολιτικές απόψεις του όπως γράφει ο συγγραφέας στη σελ. 54;
Είναι αλήθεια ότι απέχει από την πολιτική;
Εξαρτάται πως αντιλαμβάνεται κανείς την «πολιτική». Στ΄Αγγλικά οι όροι politics και policy διαφέρουν : η ενασχόληση με την πολιτική δεν ταυτίζεται αναγκαστικά με τη μελέτη και αξιολόγηση των δημόσιων πολιτικών. Ο Ανδρέας, μέσα από το συγγραφικό του έργο, μελετά κυρίως τις δυνατότητες και την αποτελεσματικότητα των δημόσιων πολιτικών. Ενδιαφέρεται όμως παράλληλα και για τα κοινά: Αν ο συγγραφέας είχε αναζητήσει άλλες πηγές θα έβλεπε π.χ. ότι το 1952 , στη Μινεσότα, μαζί με τον Leonid Hurwit που μοιράστηκε το 2007 το Νόμπελ Οικονομικών, συστήνουν μια επιτροπή καθηγητών για την υποστήριξη του δημοκρατικού υποψηφίου για την Προεδρία Adlai Stevenson που χάνει το χρίσμα από τον Dwight Eisenhower.
Ήταν ο Ανδρέας τόσο ανίδεος όσο παρουσιάζεται στο βιβλίο όσον αφορά διαχειριστικά θέματα και ζητήματα προσωπικού ώστε, ως Πρόεδρος Τμήματος να προσλαμβάνει χωρίς περιορισμό νέους συναδέλφους με αποτέλεσμα τη δυσαρέσκεια των οικονομικών υπηρεσιών ( σελ 88- 89), και του Προέδρου του Δ.Σ. του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνιας; Δύσκολο να πιστέψει κανείς αυτή την εκδοχή.
Το πιο πιθανό είναι ότι η όποια σύγκρουση έγινε λόγω της επιμονής του Ανδρέα να προσελκύσει, με ελκυστικές προσφορές, ανερχόμενα αστέρια στο Berkeley όπως τον Dan Mc Fadden που κι αυτός έλαβε το Νόμπελ το 2000, ή τον Roy Radner πράγμα που, όπως και σήμερα, συμβαίνει δημιούργησε αντιζηλίες και ρήγματα .
Αντίθετα, είναι γνωστό ότι ο λόγος για τον οποίον προσελήφθη ο Ανδρέας στο Berkeley ήταν για να επιλύσει βαθύτατες πολιτικές διαφορές μέσα στο Τμήμα του, που είχαν δημιουργηθεί ως αποτέλεσμα των συγκρούσεων μεταξύ των μελών ΔΕΠ την εποχή του Μακαρθισμού και της ένορκης υπογραφής εναντίον του Κομμουνισμού, που ετίθετο ως προϋπόθεση πρόσληψης στο πανεπιστήμιο.
Γίνεται γνωστός, μάλιστα, για την ικανότητά του να γεφυρώσει τα ρήγματα που υπήρχαν και να συγκροτήσει μια συμπαγή ομάδα. Γι΄ αυτό άλλωστε του είχε αποδοθεί και η ονομασία «ο στρατηγός». Ο ίδιος ο Πρόεδρος του Δ.Σ. του Πανεπιστημίου, Κλάρκ Κέρ, σε συνέντευξη του με τον Σπύρο Draenos , που επιμελείται τη βιογραφία του Ανδρέα αναφέρεται στο γεγονός ότι ποτέ δεν ανέτρεψε τις επιλογές του ως προς τις προσλήψεις που έκανε.
Είναι επομένως δύσκολο να συμμερισθεί κανείς την άποψη που διατυπώνεται στο βιβλίο αργότερα ότι οι συνεργάτες του έχουν αδιευκρίνιστες αρμοδιότητες και ότι ο Ανδρέας αδυνατεί να τις διαχειριστεί αποτελεσματικά μη αντιλαμβανόμενος τι επιδιώκουν (σελ. 184).
Ο Ανδρέας στο Berkeley ήταν αναπόσπαστο μέλος της ομάδας των Άριστων και πλέον Έξυπνων (Best and the Brightest) που στοιχήθηκαν αργότερα γύρω από τον Πρόεδρο Kennedy. Το 1957 γίνεται σύμβουλος σε θέματα ανταγωνισμού στο Υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ, και μέλος του Συμβουλίου Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων του Κυβερνήτη της Καλιφόρνιας Pat Brown. Στα 40 του, το 1959, είναι ήδη καταξιωμένο μέλος της αμερικανικής προοδευτικής ελίτ. Με δεσμούς στα κέντρα εξουσίας, ακόμα και με την CIA, ιδιαίτερα δε την αριστερή πτέρυγά της, που είχε συγκροτηθεί κατά τη διάρκεια του πολέμου γύρω από τον Οργανισμό Στρατηγικών Μελετών (ΟSS) .
Ο Α. Παπανδρέου, επομένως, δεν ήταν απολιτικός. Δεν έβρισκε, ίσως, χρόνο για την Ελληνική Κοινότητα του Αγίου Φραγκίσκου και δεν τον συγκινούσαν οι αμιγώς ελληνικές συγκεντρώσεις, όχι γιατί ήταν χαμένος στην επιστήμη του, «προτιμώντας να γράφει με την γραφομηχανή του στο υπόγειό του και να βλέπει ταινίες με περιπέτειες στον κινηματογράφο», αλλά γιατί συμμετείχε ενεργά στο δίκτυο Αμερικανών προοδευτικών διανοουμένων της χώρας υποδοχής του. Η άποψη ότι «ό,τι δεν είχε σχέση με τη δουλειά του στο Πανεπιστήμιο δεν τον συγκινούσε» και ότι «ήταν οικονομολόγος και τίποτε άλλο δεν προκαλούσε το ενδιαφέρον του» (σελ. 44) δεν φαίνεται να τεκμηριώνεται από άλλες μαρτυρίες.
Η πρώτη ουσιαστική επάνοδος του στην Ελλάδα, αν εξαιρέσει κανείς το σύντομο ταξίδι του 1953, πραγματοποιείται το 1959. Θα διαρκέσει ενάμισυ περίπου χρόνο. Αφορμή μια υποτροφία από το Fullbright για να μελετήσει το γιουγκοσλαβικό οικονομικό μοντέλο. Μια πρακτική πολύ συνηθισμένη για ξένους ακαδημαϊκούς στα Αμερικανικά Πανεπιστήμια που αναζητούν τρόπους να γυρίσουν στη χώρα τους για λίγο χωρίς δέσμευση.
Δεν είμαι σίγουρη αν η εκτίμηση του Γιώργου ότι στη πραγματικότητα πήρε την υποτροφία για να απομακρυνθεί για ένα διάστημα από το Berkeley (σελ. 91) είναι σωστή. Από προσωπική μου εμπειρία, η επανασύνδεση με τον τόπο καταγωγής είναι κυρίαρχο κίνητρο για ένα πανεπιστημιακό που διαπρέπει στο εξωτερικό. Στην δική μου παρέα στις αρχές του 70 , αποτελούσε το μόνιμο ερώτημα: πότε γυρίζουμε; Το αποκαλούσαμε «ερώτημα 13». Αφού είχαμε εξαντληθεί κουβεντιάζοντας όλα τα άλλα θέματα της επικαιρότητας, τα άλλα 12 ερωτήματα, γυρίζαμε πάντα στο καυτό «13ο ερώτημα» που έμενε πάντα αναπάντητο: πότε γυρίζουμε στην Ελλάδα;
Η σχέση του Ανδρέα με τον πατέρα του δεσπόζει στο βιβλίο. Όπως και η ιδιαίτερη αγάπη και φροντίδα που είχε για την κα Σοφία. Ο Γιώργος παρουσιάζει το Γέρο να αποζητά την επαναπροσέγγιση με τον Ανδρέα και την οικογένεια, να πιέζει για την μόνιμη επιστροφή του στην Ελλάδα, να κινείται ώστε να διαμορφωθούν οι κατάλληλοι όροι παραμονής του, να μεθοδεύει την μελλοντική εμπλοκή του στην πολιτική. Μπορεί να είναι έτσι. Έχω αμφιβολία όμως ότι θα του είπε ποτέ: «Σκέψου πόσοι άνθρωποι θα έρθουν στην κηδεία σου αν μείνεις καθηγητής και πόσοι αν είναι πολιτικός» (σελ. 97) . Είμαι σίγουρη όμως, γνωρίζοντας τον Ανδρέα , ότι η απόφασή του να επιστρέψει πίσω δεν είναι αποτέλεσμα της «αποστροφής του από την πολιτική» (σελ. 97). Ούτε πιστεύω ότι «ούτε μια φορά δεν έκανε τον παραμικρό συσχετισμό με τα πολιτικά πράγματα της χώρας». Απλώς, πιστεύω ότι όλες οι διεργασίες ήταν εσωτερικές. Ο Ανδρέας, με το θηλυκό του μυαλό, παρατηρούσε, δοκίμαζε τα νερά, και τις αντοχές του . Έκανε αναγνώριση πεδίου. Ο Ανδρέας ήταν κατά βάση πολύ κλειστός και ευαίσθητος. Η σχέση με τον πατέρα του και αυτό που εισέπραξε ως απόρριψη υπήρξε καθοριστική.
Θα ήθελα να διηγηθώ ένα προσωπικό στιγμιότυπο. Στις 21 Μαρτίου 1985, μετά την παρουσία του ως μάρτυρας στον πολιτικό γάμο μας με τον Γεράσιμο, πήγαμε για φαγητό στο σπίτι της μητέρας μου, της ηθοποιού Αλέκας Κατσέλη, στη Ν. Σμύρνη . Ο Ανδρέας μπαίνοντας στο σπίτι και αντικρίζοντας τη μητέρα μου αντί άλλης κουβέντας ή τυπικών συγχαρητηρίων ρωτάει: «Αλήθεια, Αλέκα, πες μου, ήταν η Κυβέλη τόσο μεγάλη ηθοποιός όσο την κάνουν;
Η χαρά του γάμου τον οδηγεί πίσω στα δικά του βιώματα…
Η επιστροφή του στην Αμερική, στην άλλη του πατρίδα, δεν ήταν κατά την άποψή μου η απόρριψη της Ελλάδας, αλλά η αρχή της επανόδου του. Αν και δεν το έχω συζητήσει ποτέ μαζί του, μόνο το γεγονός ότι καταθέτει με τον Καρλ Καϊσεν την πρόταση για τη σύσταση του Ιδρύματος Οικονομικών Ερευνών, ενώ έχει αποφασίσει να επιστρέψει στην Αμερική, αποδεικνύει ακριβώς το αντίθετο απ΄ ό,τι γράφεται στη σελίδα 96. «Ότι πολλά τον συνέδεαν με τη μεταπολεμική Ελλάδα».
Σε μια εποχή, όμως, έντονης ρευστότητας και πολιτικοποίησης, με καθοριστική παρουσία του Γέρου στο πολιτικό προσκήνιο, ο Ανδρέας αναζητεί το δικό του χώρο έκφρασης και δράσης. Θέλει να διαμορφώσει όρους επιστροφής που θα ανταποκρίνονται στα δικά του προτάγματα και προτεραιότητες, στη δική του αυθύπαρκτη οντότητα. Αυτό που φαντάζει ως πισωγύρισμα ή ως αντιφατική συμπεριφορά σε κάποιους ίσως δεν ήταν τίποτα άλλο, κατά τη γνώμη μου, από την διερεύνηση των εναλλακτικών δρόμων που θα οδηγούσαν στη λύση του προβλήματος, στην καταφατική απάντηση του «ερωτήματος 13».
Είναι γι΄αυτό που, όταν βρίσκει τη λύση ενθουσιάζεται, κάνει σχέδια και μιλάει με πάθος για την Ελλάδα (σελ.105). Η όποια Κατερίνα στο δρόμο του δεν είναι η αιτία της επιστροφής του, αλλά το αποτέλεσμα της επίλυσης των εσωτερικών του διεργασιών, των ειλημμένων αποφάσεων του .
Τότε είναι, στις αρχές του 1960, που με αφορμή την προετοιμασία του Κέντρου, φτιάχνει το πρώτο δίκτυο συνεργατών του με τον Απόστολο Λάζαρη, τον Δημήτρη Κουλουριάνο, τον Γεράσιμο Αρσένη. Σ΄αυτούς θα στηριχθεί μετά από 20 χρόνια στα πρώτα βήματα της Κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ. Με το ίδιο πάθος που έκτισε το Τμήμα στο Berkeley, κτίζει το ΚΕΠΕ. Μπαίνει στην Ελληνική πολιτική μέσω της δημόσιας πολιτικής, μέσω δηλαδή των ιδεών, των μελετών και των προτάσεων και όχι μέσω του κομματικού μηχανισμού της Ένωσης Κέντρου.
Η διάσταση και σύγκρουση μεταξύ όσων, συνήθως απ΄έξω, μπαίνουν στην πολιτική για να διαμορφώσουν την πολιτική ατζέντα με τις ιδέες και τις προτάσεις τους και όσων μπαίνουν στην πολιτική μέσω εσωτερικών κομματικών μηχανισμών αποδεικνύεται σταθερά παράμετρος της Ελληνικής πολιτικής ζωής μέχρι τις ημέρες μας. Γι΄ αυτό, δεν είναι περίεργο ότι ό Ανδρέας δεν αισθάνεται άνετα μπροστά στο Γέρο όταν τον πιέζει για μια πιθανή πολιτική ανάμειξη.
Ούτε ότι στην Ελλάδα μεταμορφώνεται σε «εμπειρικό οικονομολόγο που τον απασχολούν οι θεσμοί, η ΕΟΚ, ο εκσυγχρονισμός της Ελλάδας».Ο Ανδρέας, ως κατεξοχήν intellectual παίζει με ιδέες, γοητεύεται από επιχειρήματα και απ΄αυτούς που τα εκφέρουν ακόμα και όταν δεν συμφωνεί.
Η πολιτική της «γκρίζας ζώνης», της μάχης των επιχειρημάτων, παρεξηγείται εύκολα από τους θιασώτες του άσπρου-μαύρου και της μονοδιάστατης αλήθειας. Φαντάζει ως αντιφατική, θεωρητική και αναποτελεσματική. Ίσως και να είναι έτσι αν δεν καταλήγει σε συγκεκριμένα προτάγματα, δεν κινητοποιεί ανθρώπους και δεν διατάσσει τους στρατιώτες στην πολιτική μάχη με τέτοιο τρόπο ώστε αυτή να κερδίζεται.
Αυτό όμως ήταν και το συγκριτικό πλεονέκτημα του Ανδρέα: υπήρξε ο ακαδημαϊκός, αλλά και ο άνθρωπος της δράσης. Καταξιώθηκε στο εξωτερικό και κινήθηκε στην παρέα της αμερικάνικης ακαδημαϊκής ελίτ, αλλά συνδέθηκε στενά με τον απλό Έλληνα που τον αισθάνθηκε δικό του. Έκανε πέρα στενούς φίλους και φέρθηκε συχνά άδικα και παρορμητικά σε ανθρώπους που στάλθηκαν δίπλα του. Μερικούς μάλιστα τους έδιωξε ή και τους «έθεσε εκτός κινήματος». Αλλά ποτέ δεν υπήρξε άφιλος ή σκληρός. Ήταν πάντα έτοιμος να πει «mea culpa» και να επανασυνδεθεί με τους ανθρώπους τους οποίους εκτιμούσε και πίστευε.
Ο Aνδρέας δεν κινήθηκε μόνο μεταξύ δύο πατρίδων , της Αμερικής και της Ελλάδας αλλά μεταξύ δύο κόσμων: τον κόσμο των ιδεών και των ανοικτών οριζόντων και τον κόσμο της πολιτικής δράσης και οργάνωσης. Γεφύρωσε αυτούς τους δύο κόσμους όσο κανείς άλλος. Γι΄ αυτό υπήρξε μοναδικός.